Κεφάλαιο 3: Στιγμές παράνοιας
Ο ήχος των τυμπάνων συνέχιζε ακόμα να ακούγεται στον ίδιο πάντα μονότονο ρυθμό και να πλημμυρίζει το τοπίο σαν αερικό που προσπαθούσε να στοιχειώσει κάθε σημείο της περιοχής. Κι όταν το σκοτάδι της νύχτας θα καταβρόχθιζε τα πάντα γύρω του, τότε ποιος ξέρει τι κίνδυνοι θα ξεφύτρωναν σαν νυχτόβια ερπετά.
Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, η μικρή ομάδα κρύφτηκε μέσα σε κάτι φυλλωσιές, αρκετά πιο μακριά από το σημείο που είχαν σκοτώσει τα τρία Τρολς και παλεύοντας να διώξουν από πάνω τους τον φόβο που είχε ξεκινήσει να τους καταβάλει προσπάθησαν να σκεφτούν ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις τους. Η Βικτώρια συνέχιζε να γιατρεύει την πληγή του χάλφλινγκ ενώ ο Γουέλορντ μελετώντας τις περγαμηνές που είχε στο σακίδιο του, είχε σχηματίσει μια ιδέα για το τι γινόταν μέσα από τα τείχη.
«Πρέπει να ετοιμάζουν κάποια θρησκευτική τελετή», ξεκίνησε να λέει στους άλλους προσπαθώντας να διαβάσει μέσα στο μισοσκόταδο. «Ο ήχος των τυμπάνων, το πυραμιδωτό κτήριο που μοιάζει με αρχαίο Ζιγκουράτ, η φωτιά που καίει στην κορυφή του, όλα αυτά είναι παρόμοια με στοιχεία κάποιων άλλων φυλών που επιδιώκονταν σε ανθρωποθυσίες».
«Ανθρωποθυσίες!» μουρμούρισε η Μπρουχίλντα με μια ελαφριά ταραχή στην φωνή της.
«Έχω διαβάσει για λαούς, οι οποίοι κατά το θερινό ηλιοστάσιο θυσίαζαν ανθρώπους προς τιμήν του Θεού Ήλιου για να έχουν την εύνοια του», συνέχισε ο Γουέλορντ κοιτώντας την προβληματισμένος. «Δεν είμαι σίγουρος αν ισχύει το ίδιο και εδώ, αν όμως ισχύει, τότε εγώ, εσύ και η Σοράγια βρισκόμαστε σε μεγάλο κίνδυνο».
«Και πως μπορούμε να το εξακριβώσουμε αυτό;» ρώτησε η Κάιλσαρ.
«Ίσως να ήταν καλύτερο εσύ και η Βικτώρια να προσπαθήσετε να πλησιάσετε προς τα τείχη και να ερευνήσετε τι ακριβώς ετοιμάζουν τα Τρολς και λέω να πάτε εσείς γιατί πρώτον, δεν είστε άνθρωποι και δεύτερον, ξέρετε καλύτερα το δάσος και τι παγίδες μπορεί να υπάρχουν».
«Πάντως, πρέπει να βιαστούμε», είπε η Μπρουχίλντα. «Αν τα Τρολς που σκοτώσαμε είναι κάποιου είδους περίπολος, τότε σε κάποιον θα πρέπει να δίνουν αναφορά και αν γίνει αντιληπτή η απουσία τους, πολύ πιθανόν να έρθουν ενισχύσεις».
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε μαζί της η Κάιλσαρ. «Σίγουρα θα λογοδοτούν κάπου και, κρίνοντας από τις δικές μας περιπόλους, θα υπάρχουν κι άλλα Τρολς αυτή την στιγμή σε περιπολία. Καλύτερα να ξεκινήσουμε αμέσως. Θα πάω πρώτη εγώ», αποφάσισε μόνη της και την επόμενη στιγμή κρέμασε το τόξο της στην πλάτη και ανέβηκε σε ένα δένδρο με επιδεξιότητα αίλουρου.
Σχεδόν ακροβατώντας στα κλαδιά και πηδώντας από δένδρο σε δένδρο αθόρυβη σαν φάντασμα έφτασε μέχρι σε ένα σημείο που ήταν σχετικά μακριά από τα τείχη αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντά για να δει τι συμβαίνει.
Τα τείχη από το σημείο που ήταν κρυμμένη, φαινόντουσαν ακόμα πιο ψηλά και απροσπέλαστα, και ήταν διακοσμημένα με ιερογλυφικά. Πάνω στις πολεμίστρες υπήρχαν ξύλινες καλύβες με σκεπές φτιαγμένες από κλαδιά. Μερικές από αυτές στηρίζονταν σε υπερυψωμένες βάσεις φτιαγμένες από μπαμπού και είχαν αναμμένους πυρσούς γύρω τους. Κάτω από τα τείχη υπήρχαν κάποιες πιο μακρόστενες καλύβες, ενώ σε πιο μακρινή απόσταση υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή που ορθωνόταν σαν πύργος και κατέληγε σε ένα παρατηρητήριο. Από κει φαινόταν μια θήκη με ακόντια και κάποιος να κόβει βόλτες γύρω της. Πέρα από αυτά όμως δεν φαινόταν κάτι άλλο και η Κάιλσαρ προσέχοντας να μην γίνει αντιληπτή επέστρεψε πίσω και είπε στους υπόλοιπους αυτά που είχε δει.
«Πόσοι στρατιώτες ήταν πάνω στα τείχη;» την ρώτησε η Μπρουχίλντα.
«Δεν μπόρεσα να διακρίνω. Ήταν αρκετά σκοτεινά. Σίγουρα είδα έναν στο παρατηρητήριο», της απάντησε η Κάιλσαρ.
«Είπες ότι υπήρχαν καλύβες και στο έδαφος;» ρώτησε με την σειρά του ο ιερέας.
«Ναι, από την μεριά που κοιτούσα, ήταν δύο μακρόστενες και η μία είχε φως στο εσωτερικό της».
«Αρχικά πρέπει να μάθουμε πόσα Τρολς είναι σε εκείνη την καλύβα», αποκρίθηκε η Μπρουχίλντα. «Πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο, χωρίς να μας καταλάβουν, να τα αναγκάσουμε να βγουν. Αν είναι ένα ή δύο, μπορούμε…»
«Να τα σκοτώσουμε;» ακούστηκε η φωνή της Σοράγια που τόση ώρα τους παρακολουθούσε αμίλητη.
«Θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να σκοτώσουμε κι άλλα Τρολς αυτή την στιγμή», μουρμούρισε συλλογισμένη η Κάιλσαρ. «Απλά, σε περίπτωση εμπλοκής πρέπει να ξέρουμε με πόσους έχουμε να κάνουμε».
«Εύκολο αυτό», αποκρίθηκε η Σοράγια χαμογελώντας πανούργα και πριν προλάβουν οι άλλοι να καταλάβουν τι είχε στο μυαλό της, ξεκίνησε με βήμα γοργό να πηγαίνει προς τα τείχη.
«Που πάει αυτή;» αναφώνησε τρομαγμένη η Βικτώρια, έχοντας μόλις τελειώσει την θεραπεία του χάλφλινγκ. «Κάιλσαρ τρέχα να την προλάβεις πριν κάνει καμιά τρέλα».
Η Κάιλσαρ, δίχως δεύτερη σκέψη, ξεχύθηκε στο κατόπι της Σοράγια και πρόλαβε να την γραπώσει από την κάπα, μόλις στα τελευταία δένδρα πριν τα τείχη.
«Τι πας να κάνει; Τρελάθηκες;» την ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εκνευρισμό της.
«Εσύ δεν είπες ότι πρέπει να μάθουμε πόσοι είναι στην καλύβα;»
«Και τι θα κάνεις; Θα πας στην καλύβα να τους χτυπήσεις την πόρτα; Αν σε αντιληφθούν θα σε σκοτώσουν αμέσως».
«Το ότι είμαι λιγότερα χρόνια άνθρωπος απ’ ότι εσύ ξωτικό, δεν πάει να πει ότι είμαι χαζή», της απάντησε αινιγματικά η Σοράγια και πιάνοντας μια πέτρα από το έδαφος, σήκωσε το χέρι της και την πέταξε με όλη της την δύναμη προς την φωτισμένη καλύβα.
Βρίσκοντας αμέσως στόχο, η πέτρα χτύπησε πάνω στην πόρτα κάνοντας αρκετό θόρυβο. Αμέσως η Σοράγια βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από κάτι θάμνους ενώ η Κάιλσαρ μην έχοντας άλλη επιλογή ανέβηκε σε ένα δένδρο. Την επόμενη στιγμή ένα μεγαλόσωμο Τρολ ντυμένο με μια πέτσινη πανοπλία και έχοντας ένα βαρύ τσεκούρι περασμένο στην μέση του, άνοιξε με πάταγο την πόρτα και κοίταξε γύρω του αγριεμένο. Στο τέλος το βλέμμα του έπεσε στην πέτρα και έσκυψε την μαζέψει με ένα ελαφρύ ίχνος περιέργειας.
Κοίτα που έπιασε το κόλπο της τρελής, είπε από μέσα της η Κάιλσαρ και ακούγοντας έναν ήχο από σύρσιμο, κοιτώντας προς τα κάτω, είδε το χάλφλινγκ, με επουλωμένες τις πληγές του και γεμάτο ενεργητικότητα ξανά, να περνάει κρατώντας στο στόμα του το χέρι από το πρώτο τέρας που είχαν σκοτώσει. Πάγωσε ολόκληρη. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Αυτό το καταραμένο ανθρωποειδές νόμιζε ότι η Σοράγια είχε πετάξει την πέτρα για παιχνίδι και τώρα πήγαινε να κάνει και εκείνο το ίδιο. Το χειρότερο ήταν ότι δεν προλάβαινε να κάνει κάτι για να αποτρέψει το χάος που ετοιμαζόταν να δημιουργήσει το χάλφλινγκ.
Όλο χαρά εκείνο, ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα δένδρα και πιάνοντας το ακρωτηριασμένο άκρο με τα χέρια του, το πέταξε στον αέρα και εκείνο προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα, μέσα σε κάτι χόρτα. Για μια στιγμή η Κάιλσαρ πίστεψε ότι δεν ακούστηκε τίποτα και ήταν έτοιμη να ηρεμίσει, όταν είδε το Τρολ να πετάει την πέτρα και να πηγαίνει προς την μεριά που ήταν το χάλφλινγκ. Αμέσως μετά είδε την Σοράγια να φεύγει από την κρυψώνα της και να επιστρέφει τρέχοντας προς τους άλλους.
«Τι ακριβώς έκανες;» ρώτησε όλο θυμό η Μπρουχίλντα την Σοράγια μόλις πήγε κοντά τους.
«Εγώ τίποτα», αποκρίθηκε εκείνη ελαφρώς λαχανιασμένη. «Το κατοικίδιο που σέρνουμε μαζί μας πέταξε το κομμένο χέρι που καβαλά προς τα Τρολς και τώρα ένα από αυτά έρχεται προς τα δω. Αν το δείτε, σωστός γίγαντας είναι».
«Ανάθεμά σε καταραμένη!» ξέσπασε η Μπρουχίλντα. «Εξαιτίας σου έχουν γίνει όλα. Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε πιάνοντας το κεφάλι της. «Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα ανέβουμε στα δένδρα. Εμπρός Γουέλορντ, βγάλε από πάνω σου ότι βαρύ έχεις και πιάσου από την πανοπλία μου να ανέβουμε στο δένδρο».
«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή;» ρώτησε ο ιερέας καθώς ξεφορτωνόταν ήδη από πάνω του το σακίδιο του.
«Ναι, να πεθαίνουμε», τον ειρωνεύτηκε η Μπρουχίλντα κοιτώντας γύρω της σε πιο δένδρο να ανέβουν.
Ξάφνου, ο Γουέλορντ βάζοντας το χέρι του μέσα από το ράσο του για να πιάσει το ημερολόγιο του συνειδητοποίησε έντρομος ότι το ημερολόγιο δεν ήταν στην θέση του. Το πολύτιμο ημερολόγιο του είχε εξαφανιστεί. Αποκλείεται να του είχε πέσει. Θα το καταλάβαινε. Οπότε, το αμέσως επόμενο συμπέρασμα ήταν ότι κάποιος του το είχε πάρει. Έμεινε για λίγο σκεφτικός προσπαθώντας να σκεφτεί τις τελευταίες του κινήσεις και ξάφνου την επόμενη στιγμή του ήρθε στο μυαλό η Σοράγια. Ήταν η μόνη που είχε δείξει ενδιαφέρον για το ημερολόγιο του από την αρχή του ταξιδιού του. Όμως πότε του το πήρε; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που δεν είχε χρόνο να απαντήσει. Έπρεπε απλώς να το πάρει πίσω.
«Δώσε μου πίσω το ημερολόγιο που μου πήρες», γύρισε και είπε στην Σοράγια τρέμοντας από τον θυμό και την ταραχή του.
«Τι πράγμα;» φάνηκε εκείνη να απορεί. «Ποιο ημερολόγιο; Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς Γουέλορντ».
Ο Γουέλορντ πήγε να της πει κάτι αλλά μια κραυγή πόνου που ακούστηκε προς την μεριά που ήταν τα τείχη, τον σταμάτησε. Αρπάζοντας την ευκαιρία η Σοράγια, τους είπε ότι μάλλον είναι καλύτερα να επιστρέψει πίσω για να βοηθήσει την Κάιλσαρ και χάθηκε με μιας ανάμεσα στα δένδρα. Την ίδια στιγμή, άρχισε να τρέχει και η Βικτώρια προς την ίδια κατεύθυνση. Αν η σύντροφός της βρισκόταν σε κίνδυνο είχε καθήκον να την βοηθήσει.
Βλέποντας το Τρολ να πλησιάζει προς το σημείο που είχε πέσει το χέρι, το χάλφλινγκ νόμισε ότι θα του το έπαιρνε και άρχισε να πλησιάζει κι αυτό γρυλίζοντας. Βλέποντας το να ξεπροβάλει μέσα από τα δένδρα, το Τρολ κοντοστάθηκε για μια στιγμή και στην συνέχεια μούγκρισε σαν να γελούσε. Μάλλον το είχε περάσει για κάποιο άγριο ζώο. Τίποτα το ιδιαίτερο για να ασχοληθεί. Ένα Τρολ από τα τείχη κάτι του φώναξε, ίσως ρωτούσε αν είχε δει κάτι περίεργο και το άλλο αποστρέφοντας το βλέμμα του από το χάλφλινγκ, γύρισε να του απαντήσει.
Το κομμένο χέρι ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα και το χάλφλινγκ το ήθελε πίσω. Ο αντίπαλός του φαινόταν να μην φοβάται τα γρυλίσματα του, ούτε να τρέμει στην όψη των γυμνών δοντιών του κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, ότι ο αντίπαλος ήθελε μάχη. Αυτό ήταν το μήνυμα. Αυτό εξέλαβε το χάλφλινγκ και δίνοντας φόρα με τα πίσω του πόδια, όρμησε στο Τρολ και γαντζώθηκε με τα νύχια του από τον λαιμό του. Εκείνο έβγαλε μια δυνατή κραυγή, περισσότερο έκπληξης παρά πόνου, όμως ήταν αρκετή για να αναστατώσει τα Τρολς που ήταν πάνω στα τείχη. Εκείνο που του μιλούσε προηγουμένως, τώρα του φώναζε ανήσυχο.
Η Κάιλσαρ παρακολουθώντας την σκηνή, είδε το Τρολ που ήταν στο παρατηρητήριο να βγάζει από την θήκη του ένα ακόντιο. Δίχως δεύτερη σκέψη, έβγαλε και εκείνη ένα τόξο και το εξαπέλυσε κατά πάνω του, πετυχαίνοντάς το στο στήθος. Εκείνο ίσα που παραπάτησε. Δίχως να βγάλει το τόξο από πάνω του, σήκωσε το ακόντιο και ετοιμάστηκε να επιτεθεί. Όμως δεν πρόλαβε, γιατί ένα μαχαίρι που πέταξε η Σοράγια, τον βρήκε στο κεφάλι. Το χτύπημα ήταν διαβολεμένα ακριβές. Το ακόντιο έφυγε από τα χέρια του Τρολ και εκείνο καθώς ξεψυχούσε προχώρησε μπροστά και σπάζοντας τα καλαμένια προστατευτικά του παρατηρητηρίου έπεσε στο κενό.
Η Βικτώρια βλέποντας ότι η Κάιλσαρ ήταν κρυμμένη πάνω σε ένα δένδρο, έτρεξε να βοηθήσει το χάλφλινγκ. Το βρήκε να κρέμεται από τον λαιμό του Τρολ και να προσπαθεί να τον δαγκώσει. Το μεγαλόσωμο τέρας, από την άλλη, το χτύπαγε όπου έβρισκε προκειμένου να το διώξει από πάνω του. Η Βικτώρια αμέσως έπιασε το κλιματσένιο μαστίγιο που κρεμόταν στην ζώνη της και φέρνοντας το μια γύρα πάνω από το κεφάλι της το εξαπέλυσε μπροστά με σκοπό να πιάσει τα χέρια του Τρολ για να το ακινητοποιήσει. Εκείνο όμως βρήκε στόχο το χάλφλινγκ και τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του με αποτέλεσμα εκείνο, από το ξάφνιασμα, να αφήσει το Τρολ και να πέσει στο έδαφος σαν τσουβάλι.
Έξαλλο από θυμό γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Άραγε να είχε εμφανιστεί κι άλλος που ήθελε το χέρι του; Βλέποντας όμως την Βικτώρια ανάμεσα στα δένδρα, πάγωσε. Αυτή, που μέχρι πριν ήταν τόσο καλή μαζί του, τώρα είχε στραφεί εναντίον του και απ’ ότι φαίνεται, βοηθούσε τα Τρολς. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Το ξάφνιασμα αυτό, έδωσε προβάδισμα στο Τρολ, καθώς του έδωσε το χρόνο να συνέλθει και να επιτεθεί. Κρατώντας το τσεκούρι του και με τα δυο χέρια, όρμησε με μανία πάνω στο χάλφλινγκ. Ευτυχώς εκείνο, την τελευταία στιγμή, πρόλαβε να αντιδράσει και το χτύπημα που δέχτηκε στο στήθος δεν ήταν τόσο μοιραίο όσο προοριζόταν. Μια βαθιά χαρακιά του έκανε, η οποία ήταν αρκετή για να κάνει το χάλφλινγκ να τρελαθεί από το θυμό του. Την επόμενη στιγμή τα μάτια του γυάλισαν και εκείνο ρουθουνίζοντας εξαγριωμένο, πετάχτηκε σαν ελατήριο πάνω στο Τρολ, το δάγκωσε στην καρωτίδα και μόλις ένιωσε στο στόμα του την αλυκή γεύση του αίματος, έσκισε με τα νύχια του το λαιμό του θύματός και έμπηξε τα χέρια του μέσα στον οισοφάγο για να πιάσουν τα κόκαλα του αυχένα. Με μια απότομη κίνηση του έσπασε την σπονδυλική στήλη και έπειτα άρχισε να του την τραβάει για να την ξεριζώσει.
Ο Γουέλορντ και η Μπρουχίλντα φτάνοντας στο σημείο που στεκόταν η Βικτώρια, την είδαν να κοιτάει σοκαρισμένη μπροστά. Κοιτώντας και εκείνοι, είδαν το χάλφλινγκ να έχει ξεριζώσει μια ραχοκοκαλιά από ένα Τρολ και να την κρατά σαν σφαχτάρι με τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα. Μια πληγή φαινόταν να έχει ανοιχτεί στο στήθος του και να αιμορραγεί, όμως εκείνο έδειχνε να μην νιώθει ούτε μία σπιθαμή πόνο. Ο Γουέλορντ έκανε ένα βήμα μπροστά με σκοπό να πάει κοντά του για να το γιατρέψει, όμως πολεμικές ιαχές που ακούστηκαν από τα τείχη τον σταμάτησαν. Τους είχαν καταλάβει. Έντρομος ο Γουέλορντ άρπαξε το χάλφλινγκ που τον κοιτούσε χαμογελώντας και επιστρέφοντας πίσω, κρύφτηκε μαζί με τους άλλους.
Μεγαλόσωμα Τρολς άρχισαν να κατεβαίνουν με σκοινιά από τα τείχη και να κοιτάζουν αγριεμένα γύρω τους. Μερικά έτρεξαν προς τον σκοπό που είχε πέσει από το παρατηρητήριο ενώ κάποια άλλα έτρεξαν προς τον στρατιώτη που είχε κατακρεουργήσει το χάλφλινγκ. Ανήσυχη η Σοράγια ανέβηκε σε ένα δένδρο και προσπάθησε να πάει κοντά στην Κάιλσαρ. Μπορεί να μην την συμπαθούσε αλλά σε περίπτωση εμπλοκής, είχε περισσότερες ελπίδες να επιβιώσει δίπλα της. Τα Τρολς μαζευτήκαν ξανά και έδειξαν μεταξύ τους το βέλος που είχαν βρει πάνω στον σκοπό. Ήταν βέλος ξωτικού. Αμέσως στράφηκαν και κοίταξαν προς το δάσος. Φαινόταν από το βλέμμα τους ότι αυτό δεν θα πέρναγε έτσι. Το ξωτικό που εξαπέλυσε εκείνο το βέλος, έπρεπε να βρεθεί. Την επόμενη στιγμή, οργανώθηκαν σε παρατάξεις και έχοντας ανά χείρας τα όπλα τους, ξεκίνησαν για να κυκλώσουν την περιοχή.
«Γρήγορα Γουέλορντ, πιάσου από την πανοπλία μου. Θα μας ανεβάσω στο δένδρο», του είπε βιαστικά η Μπρουχίλντα.
«Θα τα καταφέρεις; Δεν είμαι και ο πιο ελαφρύς άνθρωπος», της απάντησε εκείνος, ξέροντας πως αν η Μπρουχίλντα δυσκολευόταν, η αδεξιότητά του θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.
«Έχω κουβαλήσει γελάδια ολόκληρα, που αρνιόντουσαν να κουνηθούν. Εσύ θα είσαι παιχνιδάκι», του αποκρίθηκε κοφτά και πιάστηκε από ένα δένδρο. «Άντε βιάσου», του φώναξε και εκείνος πιάστηκε από πάνω της δίχως δεύτερη κουβέντα.
Κρύος ιδρώτας είχε λούσει τον Γουέλορντ. Αν η παιδική του φίλη έχανε την ισορροπία της ή αν έσπαγε κάποιο κλαδί θα γινόντουσαν αμέσως βορά στην μανία των Τρολς. Εκείνα αλαλάζοντας, όρμησαν στο δάσος, ψάχνοντας να βρουν το ξωτικό. Το χάλφλινγκ έχοντας μείνει πίσω, προσπαθούσε να ανέβει σε κάποιο δένδρο για να προστατευτεί, όμως η πληγή στο στήθος του τον πόναγε όλο και περισσότερο και δεν τον άφηνε να χρησιμοποιήσει την δύναμή του για να σκαρφαλώσει. Τα Τρολς ήταν σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από εκείνο και αν το έπιαναν στα χέρια τους, θα το έκαναν κομμάτια.
«Το χάλφλινγκ κινδυνεύει», είπε ανήσυχος ο Γουέλορντ στην Μπρουχίλντα.
«Το ίδιο και εμείς», του απάντησε εκείνη.
«Ίσως να ήταν καλύτερα να τους παραδοθώ», ξεστόμισε ο ιερέας αφήνοντας άναυδη την φίλη του.
«Τι πράγμα; Γουέλορντ τρελάθηκες; Θέλεις να πεθάνεις;»
«Όχι βέβαια. Εφευρίσκω ένα τρόπο για να μας βάλω στην πόλη».
«Δεν σε καταλαβαίνω και δεν έχω και χρόνο για να το κάνω».
«Άκουσε με λίγο», της είπε ο Γουέλορντ πιάνοντας την από τα μπράτσα. «Τα Τρολς ετοιμάζουν κάποιου είδους τελετή. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για ανθρωποθυσία. Αν παραδοθώ, δεν θα με σκοτώσουν μέχρι να έρθει η κατάλληλη ώρα. Άρα και αυτή την μάχη, που ετοιμάζεται να ξεκινήσει, σταματάω και εσείς βρίσκετε τον χρόνο να μπείτε στην πόλη και να βρείτε αυτό που αναζητάμε».
«Όχι!» αναφώνησε η Μπρουχίλντα σοκαρισμένη από αυτά που άκουγε. «Αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψω με τίποτα. Ήρθα σε αυτό το ταξίδι μαζί σου για να σε προστατεύω και όχι για να σε στέλνω για δόλωμα». Δεν πρόλαβε να αποσώσει την φράση της όταν ακούστηκαν κραυγές Τρολς κάτω από το δένδρο και τρία Τρολ περικύκλωσαν τον χάλφλινγκ.
«Δεν έχουμε χρόνο για να υπολογίσουμε τα πρέπει και τα μη», της απάντησε ο ιερέας και την επόμενη στιγμή πήδηξε από το κλαδί που καθόντουσαν πάνω σε ένα Τρολ.
«Ανάθεμα την ξεροκεφαλιά σου», μουρμούρισε η Μπρουχίλντα και πήδηξε και εκείνη από το δένδρο.
Το Τρολ, που είχε πέσει πάνω του ο Γουέλορντ, τον έριξε στο έδαφος και τον χτύπησε με το τσεκούρι του στα πλευρά. Το χάλφλινγκ θέλοντας να βοηθήσει τον ιερέα, όρμησε στην μούρη του Τρολ και στην συνέχεια ανέλαβε δράση η Μπρουχίλντα, κόβοντας το τέρας στα δύο με τον διπλό της πέλεκυ. Ένα Τρολ μείον, όμως υπήρχαν άλλα δύο εξαγριωμένα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν.
Παρακολουθώντας την σκηνή από μακριά, η Σοράγια ένιωσε την επιθυμία να συμμετάσχει και εκείνη στην μάχη. Ίσως αντί να σκότωνε Τρολς, να έβγαζε από την μέση τον ιερέα και την φίλη του μια για πάντα. Στην ουσία, αυτός ο χαμός που γινόταν ήταν προς όφελός της. Ωστόσο, με την ανθρώπινη εμφάνισή της δύσκολα θα κατάφερνε τον στόχο της. Αν όμως ήταν κάτι άλλο; Ένα Τρολ ας πούμε. Χαμογελώντας πανούργα με την ιδέα της κατέβηκε από το δένδρο και έτρεξε προς το σημείο όπου το χάλφλινγκ είχε κατακρεουργήσει ένα από τα τέρατα. Το σάρκινο κουφάρι, βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στα χόρτα, άδειο από ζωή και κόκαλα. Δίχως να υπολογίζει τα αίματα και την βρώμα, χώθηκε μέσα του προσπαθώντας να του δώσει ζωή. Εκείνη όντας μικροκαμωμένη, όταν σηκώθηκε όρθια έμοιαζε λες και το Τρολ είχε σκεβρώσει από γηρατειά. Το δέρμα είχε γεμίσει ζάρες και η πλάτη είχε κάνει μια τεράστια καμπούρα. Το κεφάλι του κάλυπτε το δικό της και εκείνη μέσα από το άνοιγμα του λαιμού κοιτούσε μπροστά της. Χώθηκε στο δάσος, προσπαθώντας να κουμαντάρει το βαρύ σώμα και πλησίασε προς τα Τρολς. Φτάνοντας κοντά τους, ένα που στεκόταν πιο πίσω και δεν πολέμαγε ακόμα, γύρισε, την κοίταξε κάπως σαστισμένο και μετά της είπε κάτι στην γλώσσα του. Η Σοράγια δεν κατάλαβε. Απλά κούνησε το κεφάλι και το Τρολ που μάλλον περίμενε άλλη απάντηση, μούγκρισε και την έσπρωξε προς τα πίσω.
Μπροστά, στο σημείο της μάχης, ο Γουέλορντ είχε δεχτεί άλλη μια τσεκουριά αυτή την φορά στο στήθος. Τον είχε ξαπλώσει στο έδαφος ένα Τρολ και τον πάταγε με το πόδι του. Η Σοράγια θέλοντας να περάσει μπροστά ξεκίνησε την δικιά της μάχη. Βλέποντας το Τρολ που την είχε σπρώξει, να κοιτάει μπροστά, έβγαλε το μαχαίρι της και πηγαίνοντας από πίσω του, το έμπηξε στο λαιμό του. Ούτε που πρόλαβε να αντιδράσει εκείνο. Έπεσε νεκρό. Ο ιερέας δέχτηκε κι άλλο χτύπημα. Έμοιαζε ανήμπορος να αντιδράσει. Η Μπρουχίλντα προσπαθούσε να τον σώσει παλεύοντας με το Τρολ, όμως εκείνο φαινόταν αρκετά δυνατό. Ξάφνου πετάχτηκε μέσα από τα δένδρα η Βικτώρια και με το σπαθάκι του πατέρας της έπεσε πάνω στο Τρολ που χτυπούσε τον Γουέλορντ και το αποκεφάλισε.
Βαριανασαίνοντας ο Γουέλορντ σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος και κοίταξε να δει αν όλοι ήταν καλά. Η Μπρουχίλντα βουτηγμένη στα αίματα είχε σωριαστεί στην ρίζα ενός δένδρου, με τον διπλό πέλεκυ ακουμπισμένο δίπλα της, το χάλφλινγκ ξεπρόβαλε μέσα από κάτι θάμνους ελαφρώς τρομαγμένο και η Βικτώρια γονατισμένη δίπλα στο αποκεφαλισμένο Τρολ έτρεμε συγχυσμένη. Απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί ανάμεσα τους που βιάστηκε να την σπάσει η Κάιλσαρ, η οποία πηδώντας από ένα δένδρο έπεσε πάνω σε ένα καμπουριασμένο Τρολ που ήταν κρυμμένο πίσω από κάτι δένδρα.
«Εγώ είμαι!» φώναξε εκείνο και ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω εμφανίστηκε η Σοράγια.
«Είσαι με τα καλά σου; Παραλίγο να σε σκοτώσω», αποκρίθηκε η Κάιλσαρ φεύγοντας από πάνω της. «Είστε όλοι καλά;» ρώτησε πηγαίνοντας κοντά στους άλλους και βλέποντας τους να την κοιτούν με βλέμματα άδεια συνέχισε να μιλά μόνη της. «Αυτή ήταν μια από τις ομάδες που σχημάτισαν τα Τρολ. Υπάρχουν κι άλλες που μοιράστηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στο δάσος. Καλύτερα να απομακρυνθούμε. Το σημείο δεν είναι καθόλου ασφαλές».
«Εγώ λέω να μείνουμε εδώ», ακούστηκε η φωνή της Σοράγια, η οποία είχε πετάξει από πάνω της την μεταμφίεση της και όπως ήταν πασαλειμμένη με αίμα και εντόσθια μάζεψε κάτι ξερόχορτα και προσπάθησε να ανάψει φωτιά. «Αρκετά κουραστήκαμε για σήμερα. Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα και εγώ πεινάω».
«Τι κάνεις εκεί;» εξοργίστηκε η Μπρουχίλντα. «Ανάβεις φωτιά ενώ μας καταδιώκουν ένα σωρό Τρολς;»
«Αφού κρυώνω», απάντησε εκείνη, σχεδόν με αφέλεια.
«Θα σε σκοτώσω ρε!» εξαγριώθηκε η Μπρουχίλντα πιάνοντας τον διπλό πέλεκυ. «Από την αρχή μας κάνεις την ζωή δύσκολη! Νισάφι πια!»
«Ηρέμισε, Μπρουχίλντα», παρενέβη η Κάιλσαρ και στην συνέχεια στράφηκε στην Σοράγια. «Δεν ξέρω τι σκοπούς έχεις στο κεφάλι σου, όμως δεν είσαι μόνη σου για να κάνεις ότι θέλεις. Αν θες να πεθάνεις τράβα παραπέρα και κάντο. Από την στιγμή που είσαι μαζί μας θα συμπεριφέρεσαι σαν ομάδα».
«Δεν έχω ανάγκη από ομάδες», της αντιμίλησε η Σοράγια.
«Τότε φύγε», της απάντησε κοφτά η Κάιλσαρ. «Αλλά ξέχασα, είσαι αρκετά φοβισμένη για να το κάνεις. Όσο άνετη κι αν προσπαθείς να δείξεις, μέσα σου τρέμεις μην σε πιάσουν τα Τρολς. Έχω άδικο;». Η Σοράγια δεν μίλησε και η Κάιλσαρ λαμβάνοντας την σιωπή της ως απάντηση, πήγε κοντά της και έσβησε με το πόδι της την μικρή φωτιά που πήγαινε να ανάψει.
Ένας περίεργος ήχος ακούστηκε από πίσω τους κι όλοι τινάχτηκαν τρομαγμένοι. Μέσα από τα φυτά ξεπρόβαλε ένα Τρολ μόνο του μουγκρίζοντας αγριεμένο. Δίχως δεύτερη σκέψη, η Κάιλσαρ του επιτέθηκε μιας και ήταν πιο κοντά του και με δυο καλά χτυπήματα το σώριασε νεκρό.
«Κοντεύω να γίνω επαγγελματίας στο σκότωμα Τρολς», αστειεύτηκε βάζοντας το σπαθί της στην θήκη του.
«Καλύτερα να φύγουμε από δω πέρα», τους είπε η Βικτώρια.
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε μαζί της η Μπρουχίλντα. «Καλύτερα να βρούμε κάποιο ασφαλές μέρος να περάσουμε την νύχτα μας».
Ξεκίνησαν πάλι όλοι μαζί και κρυμμένοι πίσω από θάμνους και δέντρα κατευθύνθηκαν περιμετρικά της πόλης των Τρολς. Κάποια στιγμή είδαν μπροστά τους μια μεγάλη πέτρινη πύλη από λαξευμένους λίθους και ένα πανύψηλο και περίτεχνο τοτέμ δίπλα της που είχε πόδια πτηνού και κεφάλι σαύρας.
«Πρόκειται για σαμανιστική φυλή», προσπάθησε να τους εξηγήσει ο ιερέας. «Πνεύματα προστατεύουν την πόλη».
Η Σοράγια έκανε ένα βήμα μπροστά και αμέσως η Μπρουχίλντα την γράπωσε με δύναμη από τον ώμο.
«Ούτε να το σκεφτείς», της είπε σκύβοντας απειλητικά από πάνω της και τότε όλος τυχαίως είδε μέσα από την κάπα της το ημερολόγιο του Γουέλορντ. «Τι είναι αυτό που έχεις κρυμμένο εκεί μέσα; Αυτό δεν είναι δικό σου».
«Δικό μου είναι, άσε με ήσυχη», της αντιμίλησε εκνευρισμένη η Σοράγια.
«Δώσε μου το ημερολόγιο, Σοράγια. Μην με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω βία».
«Τι πάθατε και μουρμουράτε εσείς οι δύο;» τις ρώτησε η Κάιλσαρ πηγαίνοντας προς το μέρος τους.
«Η Σοράγια έχει το ημερολόγιο του Γουέλορντ», γύρισε να της απαντήσει η Μπρουχίλντα και πάνω στην απελπισία της η Σοράγια, έβγαλε από την κάπα της το ημερολόγιο και το πέταξε με δύναμη προς την μεριά της πύλης.
Έκπληκτος ο Γουέλορντ είδε κάτι να περνάει πάνω από το κεφάλι του και να προσγειώνεται στο χείλος μίας τάφρου. Κοιτώντας το καλυτέρα, γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το ημερολόγιο του. Γύρισε ταραγμένος προς την Βικτώρια και της είπε ότι έπρεπε πάση θυσία να πάρει πίσω αυτό το δερματόδετο βιβλιαράκι.
«Θα το αναλάβω εγώ», του είπε καθησυχαστικά και με την σκέψη της έστειλε ένα πουλί το μαζέψει.
«Ή εγώ θα το έχω ή κανένας», μουρμούρισε η Σοράγια και έχοντας ξεγλιστρήσει από την Μπρουχίλντα και την Κάιλσαρ πέταξε ένα μαχαίρι προς το πουλί της Βικτώρια, η οποία εμβρόντητη το είδε να πέφτει νεκρό μέσα στην τάφρο.
Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Κάποιος είχε σκοτώσει ζώο της Βικτώρια. Έξαλλη γύρισε να βρει αυτόν που έκανε το αποτρόπαιο τούτο έγκλημα και το βλέμμα της έπεσε πάνω στην Σοράγια που το χαμόγελο ικανοποίησης δεν μπορούσε να κρυφτεί από το πρόσωπό της.
«Μα τους Θεούς! Ποιος δαίμονας σε έχει βάλει να μας πηγαίνεις συνεχώς κόντρα;» αναφώνησε εκνευρισμένη η Βικτώρια πηγαίνοντας απειλητικά προς το μέρος της. Η Κάιλσαρ βλέποντας την, πάντα ήρεμη και υπομονετική, φίλη της να αγριεύει κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. «Αυτό να ξέρεις δεν θα περάσει έτσι. Θα λογοδοτήσεις για το έγκλημα σου».
«Ναι, σιγά», αποκρίθηκε αδιάφορα η Σοράγια σκεπτόμενη πόσα άλλα εγκλήματα είχε κάνει μέχρι τώρα. Που να ξεκίναγε να αριθμεί αυτά που είχε κάνει με την προηγούμενη μορφή της. «Εγώ για μας το σκότωσα αυτό το πουλί, για να έχουμε φαΐ για το βράδυ».
«Αυτό το πουλί ήταν απεσταλμένο από εμένα. Είχαμε νοητική σύνδεση».
«Και εγώ που να το ξέρω;» της αντιμίλησε η Σοράγια. «Και στην τελική ένα πουλί ήταν. Αν θες σύνδεση, υπάρχουν κι άλλα πουλιά στο δάσος», έληξε την κουβέντα στρέφοντας επιδεικτικά το βλέμμα της προς τον Γουέλορντ.
Εκείνη την στιγμή ήρθε κοντά τους το χάλφλινγκ, που όση ώρα τσακώνονταν, αυτό είχε πάει στην τάφρο και είχε μαζέψει το ημερολόγιο. Κάθισε στην ρίζα ενός δένδρου και τους κοιτούσε με απορία έχοντας το ημερολόγιο στο στόμα του. Ο Γουέλορντ αμέσως πήγε κοντά του και του ζήτησε να του το δώσει, αυτό όμως συνέχιζε να τον κοιτά με απορία και να μην αφήνει από τα δόντια του το ημερολόγιο.
«Έλα φιλαράκο, δώστο μου», άρχισε να του λέει ο ιερέας, απλώνοντας τα χέρια του αλλά εκείνο τίποτα. «Δώστο μου και εγώ θα σου δώσω κάτι άλλο», του είπε και για να το δελεάσει σχημάτισε μια μπάλα φωτός με τα χέρια του.
Εκείνο εντυπωσιασμένο άφησε από το στόμα του το ημερολόγιο και όλο χαρά πήρε στα χέρια του την μπάλα φωτός. Δεν είχε ξαναδεί πιο περίεργο και λαμπερό πράγμα στην ζωή του. Ήταν πολύ όμορφη αυτή η μπάλα. Δεν τον έκαιγε. Μαγεμένος από την λάμψη της την έφερε κοντά στο πρόσωπό του, την μύρισε και στην συνέχεια την έβαλε στο στόμα του για να δει τι γεύση έχει. Ο Γουέλορντ μάζεψε βιαστικά το ημερολόγιο και το έβαλε μέσα από το ράσο του. Η Σοράγια έδειχνε απίστευτα νευριασμένη που συνεχώς αυτό το βιβλίο της ξέφευγε από τα χέρια της. Πάνω στα νεύρα της έβγαλε ένα από τα μαχαίρια της και το πέταξε προς το χάλφλινγκ καρφώνοντας το στο χέρι. Εκείνο έσκουξε από τον πόνο και κοίταξε όλο μίσος την Σοράγια.
«Ως εδώ Σοράγια. Αρκετά μας έχεις παιδέψει μέχρι τώρα», αναφώνησε ο Γουέλορντ με την υπομονή του να έχει εξαντληθεί και δημιουργώντας ακόμα μία μπάλα φωτός την εξαπέλυσε κατά πάνω της.
Πριν προλάβει να αντιδράσει η Σοράγια, είδε ξαφνικά όλα γύρω της να σκοτεινιάζουν και η όρασή της να χάνεται.
«Τι μου έκανες;» του φώναξε εκείνη κλαψουρίζοντας.
«Σε τύφλωσα προσωρινά», της απάντησε ο ιερέας. «Μέχρι τώρα έχεις αποδείξει ότι είσαι αρκετά επικίνδυνη. Μέχρι αύριο το πρωί θα μείνεις βυθισμένη στο σκοτάδι και αν δεν αλλάξεις μυαλά θα φροντίσω να γίνει μόνιμο το τύφλωμα».
Η Μπρουχίλντα κοίταξε εντυπωσιασμένη τον παιδικό της φίλο. Για να έχει φτάσει στο σημείο να τυφλώνει κάποιον πάει να πει ότι και αυτός ήταν στα όριά του. Ήξερε βέβαια ότι το τελευταίο που είπε, για το μόνιμο τύφλωμα, ήταν απλά για να τρομάξει την Σοράγια. Ποτέ δεν θα το έκανε αυτό.
Η Σοράγια μούγκρισε από θυμό και ακολουθώντας την Κάιλσαρ που την είχε πιάσει από το μπράτσο προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους που έψαχναν να βρουν ένα μέρος να κατασκηνώσουν για την νύχτα.
Ένα αρκετά καλά κρυμμένο ξέφωτο εμφανίστηκε μπροστά τους. Ήταν σχετικά κοντά στα τείχη της πόλης αλλά η πυκνή βλάστηση γύρω του το έκανε σχεδόν αόρατο. Απόθεσαν εκεί πέρα τα όπλα και τα πράγματά τους και κάθισαν να ξεκουραστούν. Ο Γουέλορντ πηγαίνοντας κοντά στο χάλφλινγκ, του γιάτρεψε την πληγή από το χέρι και αυτό ξαπλώνοντας μέσα σε κάτι χόρτα παραδόθηκε στον ύπνο. Το ίδιο έκανε η Κάιλσαρ και η Σοράγια, ενώ η Μπρουχίλντα αποφάσισε να μείνει ξύπνια για να επιβλέπει το μέρος.
Η Βικτώρια είχε κάτσει κοντά στον Γουέλορντ και τον παρατηρούσε καθώς έβαζε σε μια τάξη τα πράγματά του. Από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει, κάτι περίεργο είχε νιώσει μέσα της. Κάτι όμορφο και πρωτόγνωρο. Κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Την είχε εντυπωσιάσει μάλλον που ήξερε και εκείνος να γιατρεύει. Του άρεσε να κάνει καλό και να βοηθάει τους άλλους γύρω του. Οι κινήσεις του ήταν αρκετά αδέξιες, ίσως και γι’ αυτό να μην πολεμούσε ποτέ. Το βλέμμα του ήταν πάντα τόσο καθαρό και όποτε την κοιτούσε, άθελά της ανατρίχιαζε ολόκληρη. Μα ήταν δυνατόν να της άρεσε; Αυτός ήταν άνθρωπος και εκείνη ξωτικό.
«Δεν θα κοιμηθείς;» τον άκουσε να την ρωτάει.
«Ε;» ρώτησε εκείνη έχοντας χαθεί στις σκέψεις της. «Σε λίγο. Μου αρέσει πρώτα να χαλαρώνω κάνοντας σκέψεις».
«Και τι σκέφτεσαι τώρα;» την ρώτησε και κάθισε δίπλα της.
«Για… για την αρρώστια», του είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. «Πρέπει να την σταματήσουμε οπωσδήποτε. Άραγε η πηγή της να έρχεται μέσα από αυτή την πόλη;»
«Απ’ όπου και να προέρχεται θα την σταματήσουμε», της απάντησε όλο σιγουριά ο Γουέλορντ. «Έχουμε καθήκον απέναντι στους λαούς μας, στους Θεούς και στα πνεύματα των προγόνων μας», είπε και έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει να μιλά. «Θέλω να σε ευχαριστήσω πραγματικά που με έσωσες τόσες φορές σήμερα. Αν δεν ήσουν εσύ θα με είχαν σκοτώσει σίγουρα τα Τρολς».
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς», αποκρίθηκε η Βικτώρια προσπαθώντας να κρύψει ένα ξαφνικό κοκκίνισμα από το πρόσωπό της. «Είμαστε ομάδα. Πρέπει να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον».
«Η ομάδα έχει όρια, η καλοσύνη της ψυχής όμως όχι», της είπε ο Γουέλορντ και της έπιασε τρυφερά το χέρι. Σκίρτησε ολόκληρη στο άγγιγμά του και έγειρε ελαφρά προς το μέρος του. Ήταν ερωτευμένη. Ερωτευμένη με έναν άνθρωπο. Όσο και αν ήθελε να το αρνηθεί στον εαυτό της αυτή ήταν η αλήθεια.
Με το πρώτο φως της ημέρας η Μπρουχίλντα και η Κάιλσαρ ήταν στο πόδι. Η μία μάζευε τα πράγματά τους και η άλλη καθάριζε το χώρο από τα ίχνη τους.
«Σίγουρα θα έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται για το τι απέγινε η περίπολός τους», είπε σε μια στιγμή η Μπρουχίλντα. «Αν στείλουν κι άλλη ομάδα στρατιωτών, θα είναι δύσκολα τα πράγματα».
«Σίγουρα θα βρουν τα πτώματα των Τρολς που σκοτώσαμε», συμπλήρωσε η Κάιλσαρ.
«Πρέπει να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται τα Τρολς μέσα στην πόλη».
«Και πως θα το κάνουμε αυτό;»
«Αν παρατηρήσεις, η πύλη αυτή με το τοτέμ, δεν έχει κάποιο φρουρό. Μπορούμε να πλησιάσουμε όσο πιο διακριτικά γίνεται και να δούμε τι γίνεται μέσα στην πόλη».
«Ναι αλλά δεν θα υπάρχει φρουρός πάνω στα τείχη;» έθεσε εύλογα την απορία της η Κάιλσαρ.
«Το έλεγξα χθες το βράδυ αυτό. Υπάρχουν τέσσερις πάνω στα τείχη που περιφέρονται περιμετρικά. Από την στιγμή που θα ξεκινήσει ο ένας φρουρός την πορεία του, μέχρι να έρθει ο επόμενος στο ίδιο σημείο περνούν αρκετά λεπτά, τα οποία μπορούμε να εκμεταλλευτούμε».
Απ’ ότι φαινόταν η Μπρουχίλντα τα είχε προβλέψει όλα στο μυαλό της. Η Κάιλσαρ, ως γνήσια ιχνηλάτισσα, δέχτηκε να την ακολουθήσει σε αυτή την ανιχνευτική αποστολή και αμέσως οι δυο πολεμίστριες ξεκίνησαν να πάνε προς τα τείχη της πόλης. Μια γρήγορη ματιά θα έριχναν και θα γυρνούσαν το συντομότερο πίσω στους άλλους.
Σχεδόν έρποντας μέσα στα χόρτα και κρατώντας την παρουσία τους κρυφή πίσω από θάμνους και δένδρα, προσέγγισαν την αφύλαχτη πύλη με το μεγάλο τοτέμ δίπλα της. Με μια πρώτη ματιά παρατήρησαν ότι το κομμάτι της πόλης που εξυπηρετούσε η πύλη ήταν μια κατοικημένη περιοχή, γεμάτη χαμηλές καλύβες με αχυρένιες σκεπές και στενά σοκάκια. Με μια δεύτερη ματιά όμως, η Κάιλσαρ είδε κάτι που δεν της άρεσε καθόλου. Σε μια μεριά είδε πέντε ξωτικά να είναι δεμένα πισθάγκωνα και γονατισμένα στο έδαφος. Δεν έμοιαζαν για πολεμιστές. Περισσότερο για άμαχος πληθυσμός φαινόντουσαν.
«Μα γιατί έχουν πιάσει ξωτικά;» μουρμούρισε η Κάιλσαρ ταραγμένη και μετακινήθηκε από την κρυψώνας για να δει καλύτερα.
Στο σημείο που στάθηκε, το μέρος που κρατούνταν τα ξωτικά φαινόταν καλύτερα και όπως παρατήρησε τα ξωτικά δεν ήταν μόνο πέντε. Δίπλα τους υπήρχε άλλη μια μικρή ομάδα, η οποία αποτελούνταν από άλλα εφτά ξωτικά εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν μικρά παιδιά. Πουθενά όμως δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου. Μάλλον οι θεωρίες του ιερέα περί ανθρωποθυσίες ήταν λανθασμένες. Αυτοί που βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο δεν ήταν αυτός και η Μπρουχίλντα αλλά εκείνη και η Βικτώρια.
Ξαφνικά ακούστηκε φασαρία από το δάσος. Άγριες κραυγές και βήματα να σκάνε βαριά στο χώμα. Έντρομες η Κάιλσαρ και η Μπρουχίλντα κοίταξαν προς τα κει και έκπληκτες είδαν να ξεπροβάλει μια ομάδα Τρολς σέρνοντας μαζί τους την Βικτώρια και τον Γουέλορντ δεμένους με σκοινιά.
«Μα τι έγινε; Πως τους βρήκαν;» μουρμούρισε πανικόβλητη η Μπρουχίλντα. «Πρέπει να τους σώσουμε», είπε και έκανε να βγει από την κρυψώνα της.
«Πως θα τους σώσουμε;» της είπε η Κάιλσαρ πιάνοντάς την από το μπράτσο και προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της. «Δεν βλέπεις πόσα Τρολς είναι γύρω τους; Πρέπει να σκεφτούμε άλλο τρόπο για να δράσουμε».
Ούτε που κατάλαβαν πως τους έπιασαν. Είχαν μόλις ξυπνήσει και μιλούσαν όταν από το πουθενά εμφανίστηκαν γύρω τους εφτά Τρολς κρατώντας όπλα. Πάγωσαν από τον φόβο τους και πριν προλάβουν να αντιδράσουν βρέθηκαν δεμένοι πισθάγκωνα με χοντρά σκοινιά. Ένα Τρολ κάτι ούρλιαξε μέσα στην μούρη του Γουέλορντ και στην συνέχεια τους σήκωσαν όρθιους και άρχισαν να τους τραβολογούν μαζί τους. Η Βικτώρια με την σκέψη της προσπαθούσε να καλέσει τα ζώα του δάσους για να τους βοηθήσουν όμως η όψη των Τρολς τα τρόμαζε και πέρα από κάποια μικρά τρωκτικά που εμφανίζονταν στα κλαδιά των δένδρων, τίποτα άλλο δεν ερχόταν.
Ο Γουέλορντ έψαχνε με το βλέμμα του να βρει την Μπρουχίλντα ή την Κάιλσαρ όμως δεν φαινόντουσαν πουθενά. Ένας κόμπος κάθισε στο λαιμό του και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι τις είχαν αιχμαλωτίσει και αυτές. Όμως φτάνοντας προς την πύλη της πόλης ο ιερέας είδε κάτι να γυαλίζει σπασμωδικά πίσω από κάτι θάμνους και αμέσως το πρόσωπό του έλαμψε. Ήταν σινιάλο από την Μπρουχίλντα. Αυτός της το είχε μάθει όταν ήταν μικρά παιδιά. Μα τους Θεούς δεν την είχαν πιάσει, άρα υπήρχε ελπίδα να σωθούν.
Τους έμπασαν στην πόλη και μέσα από τα αναρίθμητα στενά τους οδήγησαν στο γιγάντιο Ζιγκουράτ που έβλεπαν πέρα από τα τείχη. Μια τεράστια πέτρινη σκάλα εμφανίστηκε μπροστά τους και πάνω σε αυτή δεκάδες ξωτικά που οδηγούνταν με την σειρά στην κορυφή του οικοδομήματος. Βλέποντάς τα η Βικτώρια άρχισε να τρέμει από την ταραχή της. Αυτά τα τέρατα είχαν αιχμαλωτίσει πλάσματα της φυλής της και αυτή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τα βοηθήσει. Σαν να διαισθάνθηκε την ταραχή της, το ελάφι της βγήκε από το δάσος και κραυγάζοντας έτρεξε προς τα τείχη της πόλης, προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο.
Στην κορυφή του Ζιγκουράτ στεκόταν ένα ιερέας των Τρολς, ντυμένος με περίτεχνα ενδύματα και με πρόσωπο ζωγραφισμένο. Σαν σαμάνος έμοιαζε και κρατούσε στα χέρια του ένα βαθύ κιούπι με ένα πράσινο παχύρευστο υγρό μέσα. Όποιο ξωτικό περνούσε από μπροστά του, έβαζε τα δάχτυλά του μέσα και στην συνέχεια του έβαφε το μέτωπο. Πλησιάζοντας η σειρά του Γουέλορντ και της Βικτώρια, από το Ζιγκουράτ βγήκε μια γυναίκα Τρολ με φουντωτά κόκκινα μαλλιά και πολύχρωμα φτερά ανάμεσά τους. Κρατώντας ένα μικρό κοφτερό μαχαίρι, πήγε κοντά τους και έκοψε μία τούφα από τα μαλλιά τους. Στην συνέχεια τραβώντας ένα φτερό από τα μαλλιά της, τρύπησε τα δάχτυλά τους και τις σταγόνες αίμα που συγκράτησε η αιχμηρή άκρη του φτερού τις έριξε πάνω σε ένα υγρό κομμάτι πηλού μαζί με τις τούφες από τα μαλλιά. Έπειτα η γυναίκα καταπιάστηκε να πλάθει το πηλό και να προσπαθεί να του δώσει μορφή. Είχε κλείσει τα μάτια της και μουρμούριζε κάτι λόγια. Όταν τα άνοιξε, ο πηλός είχε πάρει την μορφή ενός τερατόμορφου πλάσματος. Όλο χαρά και ενθουσιασμό γύρισε προς τον σαμάνο για να του δείξει αυτό που είχε δημιουργηθεί. Δεν ήθελε και πολύ σκέψη για να καταλάβει ο Γουέλορντ ότι η γυναίκα χρησιμοποιούσε πανάρχαιη μαγεία Βουντού. Το πλάσμα όμως που είχε δημιουργηθεί δεν έμοιαζε ούτε σε εκείνον ούτε στην Βικτώρια. Εκτός και αν αυτό το πλάσμα δημιουργείται από την ένωση τους. Ο Γουέλορντ ανατρίχιασε ολόκληρος με αυτή την σκέψη. Η γυναίκα πήγε προς την άκρη της σκάλας και σηκώνοντας ψηλά το πήλινο αγαλματάκι της φώναξε στο λαό της ότι αυτοί οι δύο έχουν αγνή αγάπη μέσα τους. Αυτό που έψαχναν το βρήκαν. Τα Τρολς από κάτω ξέσπασαν σε ξέφρενες ζητωκραυγές.
Η Κάιλσαρ και η Μπρουχίλντα έτρεξαν πίσω στο ξέφωτο, να πάρουν τα όπλα που είχαν κρύψει και να σκεφτούν πως θα σώσουν τους φίλους τους. Το χάλφλινγκ ήταν κρυμμένο μέσα σε κάτι θάμνους και μόλις τις είδε βγήκε όλο χαρά να τις υποδεχτεί. Κρυμμένη και αυτή μέσα σε ένα θάμνο ήταν και η Σοράγια της οποίας η όραση επανερχόταν σταδιακά. Μέχρι στιγμής έβλεπε θολά αλλά αυτό ήταν αρκετό για να αντιληφθεί τον αιφνιδιασμό που είχαν κάνει τα Τρολς στον ιερέα και το ξωτικό. Βγαίνοντας από την κρυψώνας και περπατώντας ψηλαφιστά ακόμα πήγε κοντά στις δυο πολεμίστριες.
«Θα ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη για την μέχρι πρότινος συμπεριφορά μου», ξεκίνησε να τους λέει με απολογητικό ύφος. «Εσείς με δεχτήκατε πρόθυμα στην ομάδας σας και εγώ όλο δυσκολίες σας έφερνα. Τελικά έπρεπε να με τυφλώσει ο Γουέλορντ για να καταλάβω πόσο λάθος ήμουν».
«Δεν υπάρχει χρόνος για συγγνώμες και απολογίες Σοράγια», την αποπήρε η Μπρουχίλντα. «Οι φίλοι μας κινδυνεύουν. Πρέπει να βρούμε τρόπο για να τους σώσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα».
«Τότε θέλω και εγώ να βοηθήσω στην διάσωσή τους», αποφάσισε όλο θέρμη η Σοράγια.
«Πως θα βοηθήσεις ακριβώς; Είσαι ακόμα τυφλή», την ρώτησε η Κάιλσαρ.
«Η όρασή μου επανέρχεται. Σε λίγα λεπτά θα βλέπω πεντακάθαρα ξανά. Αφήστε με να βοηθήσω. Θα είναι καλύτερα να είμαστε τρεις αντί για δύο. Και στην τελική ξέρω να χειρίζομαι όπλα. Έχω τα μαχαίρια μου».
«Εγώ δεν σε εμπιστεύομαι», αποκρίθηκε η Μπρουχίλντα και στράφηκε να κοιτάξει την Κάιλσαρ που έδειχνε σκεφτική. «Μην μου πεις ότι το σκέφτεσαι;»
«Κι όμως, σαν να μου ήρθε ένα σχέδιο», της απάντησε η Κάιλσαρ χαμογελώντας και παίρνοντας ένα κλαδί σχημάτισε στο έδαφος το Ζιγκουράτ. «Είμαστε τέσσερις, αν υπολογίσουμε και το χάλφλινγκ, άρα μπορούμε να χωριστούμε σε δύο ομάδες. Η μία θα πάει μπροστά και θα μπει στην πυραμίδα και η άλλη θα μείνει οπισθοφυλακή πίσω. Προτείνω να πάω μπροστά εγώ και η Σοράγια, είμαστε πιο μικροκαμωμένες και αν μεταμφιεστούμε μπορούμε να φτάσουμε στο κτήριο απαρατήρητες. Θα σκαρφαλώσουμε από την πίσω μεριά μέχρι να βρούμε κάποιο παράθυρο ή άνοιγμα για να μπούμε μέσα».
«Α! Δηλαδή δεν ξέρουμε αν υπάρχει κάποιο άνοιγμα», μουρμούρισε αποδοκιμαστικά η Σοράγια και η Μπρουχίλντα την αγριοκοίταξε. «Φαίνεται αρκετά ριψοκίνδυνο. Ας μας βρουν και μας πιάσουν;» ρώτησε η Σοράγια πού δεν της πολυάρεσε η ιδέα κάποιας πιθανής εμπλοκής με Τρολς.
«Γι’ αυτό θα είναι η Μπρουχίλντα με το χάλφλινγκ πίσω», της απάντησε και αμέσως γύρισε στην Μπρουχίλντα. «Μόλις περάσει λίγη ώρα θα μπείτε και εσείς στην πόλη πηγαίνοντας από την άλλη πλευρά της πυραμίδας».
«Επίσης μπορούμε, όση ώρα εσείς σκαρφαλώνεται, να ελευθερώσουμε τα ξωτικά και αν ξέρει κάποιος από όπλα να μας βοηθήσει», πρότεινε η Μπρουχίλντα αλλά η Κάιλσαρ φάνηκε διστακτική.
«Υπάρχουν πολλά παιδιά ανάμεσά τους. Δεν θέλω να πάθουν κακό».
«Μην ανησυχείς. Μόλις τα ελευθερώσουμε, θα διώξω τον άμαχο πληθυσμό έξω από την πόλη. Οπότε για να ανακεφαλαιώσουμε πάτε μπροστά εσείς και μετά ερχόμαστε εμείς με ενισχύσεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι και το πιο στρατηγικά άρτιο σχέδιο αλλά αυτή την στιγμή δεν έχουμε πολλά περιθώρια».
Η Κάιλσαρ κούνησε το κεφάλι, γνωρίζοντας σε τι πήγαιναν να μπλέξουν αλλά έπρεπε να ρισκάρουν και στην πορεία θα έβλεπαν τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν. Έβγαλε το σπαθί της και μαζί με την Σοράγια ξεκίνησαν για να μπουν στην πόλη. Ευτυχώς τα περισσότερα Τρολς είχαν πάει προς την πυραμίδα, υπακούοντας στο κάλεσμα των τυμπάνων, με αποτέλεσμα αρκετά σημεία της πόλης να έχουν ερημώσει. Φορώντας κάτι παλιά υφάσματα που βρήκαν σε κάτι πανέρια κοντά στην είσοδο, χώθηκαν μέσα στα στενά και χάρης τις ανιχνευτικές ικανότητες της Κάιλσαρ μέσα σε λίγο χρόνο έφτασαν στην πίσω πλευρά του Ζιγκουράτ που υψωνόταν μπροστά τους σαν γιγάντιο βουνό. Ευτυχώς οι ογκόλιθοι που το αποτελούσαν άφηναν αρκετά κενά μεταξύ τους, επιτρέποντας σε κάποιον να πατήσει πάνω τους και να σκαρφαλώσει. Έτσι λοιπόν, η Κάιλσαρ και η Σοράγια άρχισαν να ανεβαίνουν ενώ η Μπρουχίλντα με το χάλφλινγκ είχαν κρυφτεί σε ένα σκοτεινό σημείο έξω από την πύλη και περίμεναν μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να μπουν στην πόλη.
Φτάνοντας λίγο πιο πάνω από την μέση, η Κάιλσαρ βρήκε ένα παράθυρο και κάνοντας νόημα στην Σοράγια, μπήκαν στην πυραμίδα. Στην αρχή βρήκαν μόνο σκοτάδι αλλά μόλις η όρασή τους άρχισε να προσαρμόζεται, εμφανίστηκε μπροστά τους ένα πέτρινος διάδρομος. Η Κάιλσαρ κρατούσε στα χέρια της το σπαθί της και η Σοράγια τα μαχαίρια της. Ο διάδρομος ήταν κατηφορικός. Σε ένα σημείο άνοιγε, χωριζόταν στα δύο και σχημάτιζε κάτι σαν εσωτερικό μπαλκόνι. Η Κάιλσαρ πλησίασε προς την άκρη του και κοίταξε κάτω. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι όντως γινόταν κάτι σαν τελετή, στην οποία θα έπαιρναν μέρος και ξωτικά. Αρκετά μέτρα κάτω της υπήρχε μια μεγάλη πέτρινη ορθογώνια γούρνα με ένα περίεργο παχύρευστο υγρό μέσα ενώ στις δυο πλευρές της υπήρχαν δεκατέσσερα ξωτικά, εφτά σε κάθε πλευρά. Γύρω από αυτά παρευρίσκονταν εκατοντάδες Τρολς να σχηματίζουν κύκλο και στην κορυφή της γούρνας να είναι δεμένοι δίπλα – δίπλα, πάνω σε μια ξύλινη κατασκευή, ο Γουέλορντ και η Βικτώρια.
Συνεχίζεται