Sokratis

Sokratis

DnD Stories: The Wanderers (Book 1, Chapter 1)

Κεφάλαιο 1: Κοινή αποστολή

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μερικά κεριά, πάνω σε ένα σκονισμένο τραπέζι, έκαιγαν όλο το βράδυ και πλέον κόντευαν να σβήσουν. Έξω είχε ανατείλει ο ήλιος εδώ και ώρα, όμως τα πατζούρια παρέμεναν ακόμα ερμητικά κλειστά κρύβοντας από τα αδιάκριτα βλέμματα όλα αυτά που είχαν συμβεί στο εσωτερικό τους. Στο βρώμικο πάτωμα ήταν πεταμένα ρούχα, σαν να είχαν αφαιρεθεί από τους ιδιοκτήτες τους βιαστικά ενώ στην μοναδική κρεμάστρα που υπήρχε πίσω από τη πόρτα κρεμόταν με προσοχή μια βελούδινη μαύρη κάπα. Το κρεβάτι στο κέντρο του δωματίου ήταν ξέστρωτο, με τα σκεπάσματα τραβηγμένα και από τις δυο πλευρές. Στην μέση κείτονταν ένας γυμνός άνδρας. Τα χέρια του ήταν δεμένα στο κεφαλάρι με σκοινί και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με ένα μαξιλάρι.

Ήταν ακίνητος, κοκαλωμένος, νεκρός.

Ακριβώς απέναντι του, σε μια ετοιμόρροπη ξύλινη καρέκλα, καθόταν με γυρισμένη την πλάτη μια γυναίκα, το ίδιο γυμνή και εκείνη. Μπροστά της είχε ένα τραπέζι γεμάτο περγαμηνές και κιτρινισμένα χαρτιά. Τα λευκά της δάχτυλα έτρεχαν πάνω τους λες και έψαχναν να βρουν κάτι. Κάποιες στιγμές σταματούσαν κάπου, ύστερα σφίγγονταν σε γροθιές και το χαρτί κατέληγε τσαλακωμένο στο πάτωμα. Το μισό βράδυ το είχε περάσει καθισμένη σε εκείνη την καρέκλα ψάχνοντας τα χαρτιά του άνδρα, όμως δεν είχε βρει τίποτα ακόμα που να την ενδιαφέρει. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και τα χείλη της σφιγμένα. Είχε αρχίσει να χάνει της υπομονή της και μέσα της αρνιόταν να αποδεχτεί ότι είχε χαραμίσει τόσο χρόνο για το τίποτα. Είχε παρακολουθήσει αυτόν τον άνδρα για μέρες, είχε κάτσει μαζί του στο ταβερνείο που σύχναζε, τον είχε αφήσει να την αγγίξει, παρόλο που δεν ήταν του γούστου της και του είχε επιτρέψει να την αντικρίσει γυμνή, έστω και για μερικές στιγμές πριν καταλήξει να γίνει ένα άψυχο κουφάρι. Έπρεπε να βρει κάτι που θα αντάμειβε τους κόπους της.

Ξάφνου το βλέμμα της σταμάτησε σε μια περγαμηνή. Την διάβασε στα γρήγορα και ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της. Η διαίσθηση της γι’ ακόμα μια φορά ήταν σωστή. Σηκώθηκε από την καρέκλα, ντύθηκε, έβαλε την περγαμηνή στην δερμάτινη τσάντα της, φόρεσε την μαύρη της κάπα και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον γυμνό άνδρα άνοιξε την πόρτα και έφυγε σαν αερικό. Κανείς δεν την είχε δει να μπαίνει στο κτήριο, κανείς δεν την αντιλήφθηκε που έφυγε και κανείς δεν θα μάθαινε που θα πήγαινε. Έτσι ήταν η Σοράγια, ένα φάντασμα που τριγύριζε στους δρόμους της Νέσμε και στοίχειωνε όποιον της φαινόταν χρήσιμος. Την έβλεπαν μόνο όποτε εκείνη το ήθελε, ζούσαν όσο εκείνη το επιθυμούσε και πέθαιναν όταν εκείνη το αποφάσιζε. Όλοι οι θνητοί ήταν σαν παιχνίδι για εκείνη. Μπορούσε να τους κάνει ότι θέλει χωρίς να έχει μαγικές δυνάμεις.

Για λίγο ακόμα, μουρμούρισε με αυτοπεποίθηση στον εαυτό της καθώς διέσχιζε ένα πλακόστρωτο στενό που οδηγούσε στην αγορά της πόλης. Μόλις συγκέντρωνε όλη την απαραίτητη γνώση που χρειαζόταν θα έδιωχνε από πάνω της την κατάρα που της είχε ρίξει ένας μάγος πριν από πολλά χρόνια, θα ξεφορτωνόταν το θνητό σαρκίο που την είχε φυλακίσει και θα γινόταν ξανά το πανίσχυρο πλάσμα που ήταν κάποτε. Ονειρευόταν εκείνη την στιγμή κάθε λεπτό της ημέρας και ήξερε ακριβώς ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις έπαιρνε πίσω την δύναμή της. Θα κατέκαιγε τα πάντα στο πέρασμα της. Ήδη άκουγε σπαρακτικές κραυγές να την εκλιπαρούν για έλεος και μια ηδονή κατέκλυζε το σώμα της.

Για την ώρα όμως περπάταγε βιαστικά, τυλιγμένη στην κάπα της για να προστατευτεί από το κρύο. Σε λίγα λεπτά έφτασε στην πολύβουη αγορά. Κόσμος πολύς πήγαινε πάνω κάτω, πάγκοι με προϊόντα ήταν στημένοι δεξιά και αριστερά, φορτωμένα κάρα περνούσαν διαρκώς, πέταλα αλόγων αντηχούσαν στις πλάκες των δρόμων, κάποια σκυλιά γαύγιζαν για φαγητό, μικροπωλητές με πονηρές φάτσες έδειχναν την πραμάτεια τους στους περαστικούς, ζητιάνοι που βρωμούσαν ζητούσαν ελεημοσύνη γονατισμένοι στο δρόμο ενώ πλούσιοι άρχοντες και επισκέπτες από ξένα μέρη βολτάριζαν ανέμελοι καβάλα στα άλογά τους. Μερικοί από τους ξένους είχαν μπει ήδη στο στόχαστρο ελαφροχέρηδων και θα περνούσε ώρα μέχρι να καταλάβουν ότι οι τσέπες τους είχαν αδειάσει αισθητά.

Η Σοράγια αδιάφορη για όλα αυτά, περνούσε ανάμεσά τους όσο πιο απαρατήρητη μπορούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στην φωλιά της και να ξεκουράσει το δανεικό της σώμα. Πριν την καταραστεί ο μάγος, ούτε που είχε φανταστεί ότι το ανθρώπινο σώμα κουράζεται τόσο εύκολα. Περπάταγε λοιπόν με βήμα γοργό και αθόρυβο, ώσπου έφτασε μπροστά από τον επιβλητικό ναό της Χρυσής Κυρίας. Εκεί, για κάποιο λόγο της τράβηξαν την προσοχή δυο ταξιδιώτες.

Ήταν ένας άνδρας και μία γυναίκα, οι οποίοι στέκονταν μπροστά στην είσοδο του ναού, έχοντας ξεπεζέψει από τα άλογα τους. Η γυναίκα φαινόταν ότι ήταν από την φυλή των Βίκινγκς. Φόραγε πανοπλία, στην πλάτη της ήταν στερεωμένη μια ασπίδα ενώ στο θηκάρι στην μέση της από την μία πλευρά κρεμόταν ένας διπλός πέλεκυς και από την άλλη ένα τσεκούρι. Ήταν ψηλή και γεροδεμένη, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε δυο σκληρές κοτσίδες που έπεφταν στους ώμους της και το βλέμμα της ήταν άγριο και ετοιμοπόλεμο, όπως όλων στην φυλή της. Ο άνδρας δίπλα της είχε και αυτός τα χαρακτηριστικά των Βίκινγκς, ψηλός, γεροδεμένος, με πρόσωπο όλο γωνίες αλλά δεν έμοιαζε σε τίποτα με πολεμιστή. Φόραγε μαύρα ράσα, είχε περασμένο στους ώμους του ένα δερμάτινο σακίδιο γεμάτο με περγαμηνές, στο λαιμό του είχε κρεμασμένο ένα περίεργο μενταγιόν και κρατούσε στα χέρια του κάτι που έμοιαζε με χάρτη. «Βίκινγκς στη Νέσμε;», απόρησε η Σοράγια και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. «Συνήθως όλοι πάνε στη Λούσκαν», συνέχισε την σκέψη της έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στο σακίδιο του άνδρα.

Είχε μόλις λίγη ώρα που είχαν φτάσει στην Νέσμε και της Μπρουχίλντα της έλειπε ήδη η πόλη της. Κανονικά εκείνη την ώρα θα έπρεπε να προπονείται με τους σκληροτράχηλους συμπολεμιστές της στην παγωμένη παλαίστρα και όχι να περιφέρεται καβάλα στο άλογό της από πόλη σε πόλη συνοδεύοντας τον Γουέλορντ. Ακόμα απορούσε πως είχε καταφέρει να την πείσει να τον ακολουθήσει, παρόλο που είχε πει στον εαυτό της ότι αυτή την φορά δεν θα υπέκυπτε στο λέγειν του. Δυστυχώς όμως τα λόγια ήταν το δυνατό σημείο του παιδικού της φίλου. Όσο αδέξιος ήταν στις κινήσεις του, τόσο επιδέξιος ήταν στο να χρησιμοποιεί τις κατάλληλες λέξεις και να διαλέγει τα σωστά επιχειρήματα, όταν ήθελε να πείσει κάποιον και η αλήθεια είναι ότι αυτά που της είχε πει την είχαν ανησυχήσει αρκετά.

Τον τελευταίο καιρό μια ανεξήγητη αρρώστια είχε εξαπλωθεί στις γύρω περιοχές και οι θάνατοι είχαν αυξηθεί αισθητά σε ζώα και ανθρώπους. Στην αρχή κανένας δεν είχε δώσει σημασία σε αυτούς τους θανάτους, όμως μέρα με την μέρα οι συζητήσεις περιστρέφονταν όλο και περισσότερο γύρω από αυτούς. Οι κυνηγοί έκαναν λόγο για νεκρά ζώα μέσα στα δάση ενώ μέσα στην πόλη είχαν αρχίσει να πεθαίνουν δίχως εξήγηση παιδιά που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ακμαία και ετοιμάζονταν για πολεμιστές και γυναίκες, που είχα την γνώση να διώχνουν από πάνω τους τις αρρώστιες λες και ήταν βρώμικα κουρέλια. «Έχουμε γίνει μαλθακοί σαν κυράδες του Νότου, γι’ αυτό αρρωσταίνουμε», έλεγε ο πατέρας της Μπρουχίλντα με σιγουριά και οι περισσότεροι αυτό πίστευαν. «Στην εποχή μου τριγυρνάγαμε γυμνοί, με το χιόνι να μας φτάνει μέχρι την μέση και ήμασταν γεροί σαν βράχοι», διηγούνταν χαϊδεύοντας τα λευκά του γένια και η Μπρουχίλντα συμφωνούσε μαζί του. Σίγουρα αυτή ήταν η πιο λογική εξήγηση για την αρρώστια.

Ο Γουέλορντ όμως, ως άνθρωπος της γνώσης, δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Εκείνος δεν ήταν πολεμιστής. Μια φορά είχε πιάσει σπαθί στα χέρια του και αμέσως του το πήραν γιατί κόντεψε να αποκεφαλιστεί. Από μικρό παιδί, θυμάται τον εαυτό του να είναι κλεισμένος στη βιβλιοθήκη του πατέρα του και να διαβάζει ασταμάτητα. Όλοι οι συνομήλικοι του ακόνιζαν τα σπαθιά τους και εκείνος το μυαλό του. Μεγαλώνοντας όλοι φόρεσαν πανοπλίες και έτρεξαν στα πεδία της μάχης και εκείνος φόρεσε ράσα και, παρά την απογοήτευση των γονιών του, προσχώρησε στο ναό του Θεού της Γνώσης. Αν κάποιος έπρεπε να αρρωστήσει ήταν εκείνος και όχι οι σκληρόπετσοι πολεμιστές της φυλής του που με μια κλοτσιά μπορούσαν να γκρεμίσουν πέτρινους τοίχους.

Αυτή η αρρώστια σίγουρα ήταν κάτι πιο περίπλοκο και όφειλε να το διερευνήσει. Από την αρχή οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Στα νεκρά ζώα που εξέτασε, βρήκε πάνω τους κάποια περίεργα σημάδια, άγνωστα ακόμα και στον ίδιο. Έψαξε σε βιβλία και αρχαίους πάπυρους να βρει κάποια περιγραφή, όμως πουθενά δεν αναφερόταν τίποτα σχετικό. Ύστερα προσπάθησε να ερευνήσει την προέλευση της αρρώστιας. Έστειλε επιστολές σε αρκετές πόλεις ρωτώντας αν είχα κρούσματα από αυτή την παράξενη ασθένεια και οι απαντήσεις που λάμβανε άρχισαν να σχηματίζουν με τον καιρό μια ανησυχητική εικόνα.

Σαν μια μεγάλη σκιά θανάτου, η αρρώστια ξεκινούσε από την Ανατολή, όπου οι άνθρωποι και τα ζώα πέθαναν κατά δεκάδες και εξαπλωνόταν προς τον Βορρά και την Δύση. Στις βορειότερες πόλεις, όπως τη Λούσκαν, ακόμα δεν είχε φτάσει ενώ το Λόνγκσαντλε – η πόλη του Γουέλορντ και της Μπρουχίλντα – ήταν από τις πιο πρόσφατες περιοχές που είχαν επηρεαστεί. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η λύση του μυστηρίου βρισκόταν στην Ανατολή και ο Γουέλορντ έπρεπε να την βρει. Ψάχνοντας στην βιβλιοθήκη του πατέρα του βρήκε τυχαία ένα χάρτη με τα δάση και τις πόλεις της Ανατολής και αφού σημείωσε με προσοχή πάνω του όλα τα μέρη που είχαν σημειωθεί θάνατοι από αυτή την περίεργη αρρώστια, έκπληκτος συνειδητοποίησε ότι όλα ξεκινούσαν από ένα δάσος που λεγόταν Έβερμουρς. Εκεί λοιπόν έπρεπε να πάει αν ήθελε να ανακαλύψει τι συνέβαινε.

Αμέσως έτρεξε να δείξει τον χάρτη στην Μπρουχίλντα. Ήταν η μόνη φίλη που είχε και ήταν η μόνη που θα τον άκουγε σοβαρά. Συνήθως οι υπόλοιποι αρνιόντουσαν να ακούσουν οτιδήποτε που θα τους ανάγκαζε να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους. «Το σπαθί μου είναι το μυαλό μου, όσο κόβει αυτό τόσο ζω εγώ», ήταν η θυμοσοφία που του έλεγαν όλοι όταν προσπαθούσε να τους μιλήσει για γνώση. Η Μπρουχίλντα όμως τον άκουγε και σε κάθε στιγμή τον υπερασπιζόταν. Από παιδιά, εκείνη ήταν η προστάτιδά του που μεγαλώνοντας είχε εξελιχθεί σε προσωπικό σωματοφύλακα. Το βράδυ λοιπόν που πήγε σπίτι της με τον χάρτη στα χέρια, εκείνη τον άκουσε με προσοχή και χωρίς να το θέλει μπήκε σε σκέψεις. Η αλήθεια είναι ότι αυτά που της έλεγε είχαν μια λογική και τα στοιχεία που της έδειχνε την ενίσχυαν. Αν κάποιος ή κάτι είχε εξαπολύσει αυτή την αρρώστια έπρεπε να το σταματήσουν. Η Μπρουχίλντα μπορεί να μην κατείχε τις γνώσεις του Γουέλορντ, όμως ήξερε ένα πράγμα και αυτό ακολουθούσε με όλη της καρδιά: Ποτέ μην κάνεις τα στραβά μάτια όταν οι άνθρωποί σου κινδυνεύουν.

«Εντάξει», του είπε με αποφασιστικότητα, «Θα έρθω μαζί σου».

Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν καβάλα στ’ άλογά τους, χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε η Μπρουχίλντα. Μπορεί και να άλλαζε γνώμη αν της έλεγε κάτι ο πατέρας της.

Βέβαια τώρα που είχαν φτάσει στη Νέσμε και έβλεπε τους ανθρώπους γύρω της να ψωνίζουν στην αγορά, να μπαινοβγαίνουν στο ναό της Χρυσής Κυρίας, να συζητούν εύθυμα με άλλους ανθρώπους στο δρόμο, είχε αρχίσει να αναθεωρηθεί σχετικά με τα λεγόμενα του Γουέλορντ. Αν η αρρώστια είχε ξεκινήσει από την Ανατολή, όλοι αυτοί γύρω της δεν θα έπρεπε να είναι πτώματα και η πόλη να βρωμάει σήψη αντί για φρεσκοψημένο καρβέλι; Ίσως τα ψηλά τείχη γύρω από την πόλη να εμπόδιζαν την αρρώστια να εισχωρήσει. Στο μυαλό της Μπρουχίλντα αυτό φαινόταν σαν μια πολύ λογική εξήγηση.

«Όπως βλέπω στο χάρτη, η Νέσμε είναι η τελευταία πόλη πριν το δάσος του Έβερμουρς», άκουσε την φωνή του Γουέλορντ να της λέει. «Προτείνω να διανυκτερεύσουμε απόψε εδώ και αύριο το πρωί να ξεκινήσουμε για το δάσος.»

«Πολύ σωστή απόφαση. Έχεις ιδέα όμως που θα μείνουμε;», τον ρώτησε εκείνη.

«Όταν έψαχνα πληροφορίες για την αρρώστια είχα επικοινωνήσει με έναν πανδοχέα και μου είχε πει, ότι θα με φιλοξενούσε όποτε ερχόμουν στη Νέσμε. Αν θυμάμαι καλά τον πανδοχείο λέγεται, Το σπίτι του Σοφού Μονόκερου».

«Μα τους Θεούς, ποιος σκέφτεται τέτοια γελοία ονόματα;», αναφώνησε η Μπρουχίλντα και προχώρησε μπροστά τραβώντας το άλογό της από τα χαλινάρια. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μάθει κανένας από τον Λόνγκσαντλε ότι μείναμε σε πανδοχείο που είχε τέτοιο όνομα».

«Σκέψου ότι η διαμονή θα είναι δωρεάν».

«Και το κρασί σε κέρας είναι δωρεάν στην ταβέρνα του Ιβάρ αλλά δεν το λέμε σταφυλόζουμο σε κούφιο κερατάκι», του απάντησε η Μπρουχίλντα κοιτώντας τον με συνοφρυωμένο βλέμμα. «Τέλος πάντων, πάμε εκεί γιατί έχω αρχίσει να πεινάω».

Ο Γουέλορντ κούνησε το κεφάλι του γελώντας και την ακολούθησε. Μετά από λίγη ώρα έφτασαν στο πανδοχείο. Ήταν ένα πέτρινο τριώροφο κτήριο κοντά στα νοτιοδυτικά τείχη, είχε ψηλή τριγωνική σκεπή και γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια στα παράθυρα. Πάνω από την πόρτα της εισόδου κρεμόταν μια ξύλινη ταμπέλα με χαραγμένο το όνομα του πανδοχείου και ένα ζωγραφιστό μονόκερο σε στάση βοσκής. Έδεσαν τα άλογά τους σε ένα πάσαλο που κατέληγε σε ένα μεγάλο δοχείο με βρώμη και μπήκαν στο πανδοχείο. Στο ισόγειο υπήρχε ένας χώρος που εξυπηρετούσε χρέη ταβέρνας. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και παρήγγειλαν σε μια τροφαντή κυρία κρασί και την σπεσιαλιτέ της ημέρας. Ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Δυο – τρία τραπέζια μόνο ήταν κατειλημμένα από ταξιδιώτες ενώ σε ένα ακόμα καθόταν μόνος του ένας γέρος και κοιμόταν αγκαλιά με μία κούπα κρασί.

«Έχεις σκεφτεί τι ακριβώς θα κάνουμε, αν καταφέρουμε να βρούμε την πηγή της αρρώστιας;» ρώτησε η Μπρουχίλντα καθώς παρατηρούσε τον Γουέλορντ να απλώνει το χάρτη πάνω στο τραπέζι και να βγάζει από το εσωτερικό του ράσου του το ημερολόγιό του.

«Πολύ πιθανόν να πω κάποιο ξόρκι γιατρειάς», της απάντησε εκείνος και η Μπρουχίλντα έγειρε προς τα πίσω δυσανασχετώντας και σταυρώνοντας τα χέρια της. Ο Γουέλορντ πρόσεξε αμέσως την αντίδραση της φίλης του και προσπάθησε να αλλάξει αυτό που είπε. «Υπάρχει ένα χωριό στο βουνό πριν το δάσος. Ο αρχηγός του μου είχε πει σε επιστολή του ότι οι καλύτεροι κυνηγοί του έχουν σταλθεί να διερευνήσουν την αρρώστια και ότι έχουν ανακαλύψει μέχρι τώρα πολύ σημαντικά στοιχεία. Αύριο θα τους επισκεφτούμε και μόλις μάθουμε τι στοιχεία έχουν, θα σκεφτούμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε».

«Και που ακριβώς στο χάρτη είναι αυτό το χωριό γιατί εγώ δεν βλέπω να έχεις σημειώσει κάτι;» ρώτησε η Μπρουχίλντα όλο δυσπιστία.

«Ε, είναι μετά την Νέσμε περίπου μισή μέρα δρόμος. Σίγουρα αν νοικιάσουμε κάποιον οδηγό, θα ξέρει να μας πάει».

«Το ελπίζω γιατί δεν έχω καμία όρεξη να σκαρφαλώνω σε βουνά με προορισμό ένα άγνωστο χωριό», του απάντησε εκείνη και ο Γουέλορντ μάζεψε τα χαρτιά του καθώς εκείνη την στιγμή η τροφαντή κυρία τους έφερε την παραγγελία τους. «Οδηγό που θα βρούμε;» ρώτησε στην συνέχεια η Μπρουχίλντα καθώς έφερνε το πιάτο με το αχνιστό κρέας μπροστά της.

«Στην αγορά υποθέτω», αποκρίθηκε ο Γουέλορντ ανασηκώνοντας τους ώμους και πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του.

«Με συγχωρείται που επεμβαίνω», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από πίσω τους και αμέσως μετά εμφανίστηκε μια χαμογελαστή γυναίκα μπροστά τους τυλιγμένη με μία μαύρη κάπα. «Άκουσα εντελώς τυχαία ότι αναζητάτε οδηγό για το δάσος. Συγγνώμη για το θάρρος μου, αγαπητοί ταξιδιώτες, αλλά αν θέλετε μπορώ να σας οδηγήσω εγώ. Έχω διασχίσει αρκετές φορές το δάσος με διάφορα καραβάνια και γνωρίζω κάθε του σπιθαμή».

«Μήπως ξέρεις πόσο μακριά είναι το πρώτο κατοικήσιμο χωριό μετά την Νέσμε», την ρώτησε όλο καχυποψία η Μπρουχίλντα.

«Μα φυσικά. Είναι μόλις μισή μέρα δρόμος», της απάντησε η γυναίκα ανοίγοντας τα χέρια της, λες και απαντούσε στην πιο εύκολη ερώτηση του κόσμου, «Και οι κάτοικοί του είναι αξιολάτρευτοι. Απίστευτα φιλόξενοι και υπερβολικά καλόκαρδοι. Φυσικά θα γνωρίζεται ότι το χωριό αυτό έχει εξαιρετικά καλούς κυνηγούς. Φέρνουν στις γυναίκες τους κάθε λογής θηράματα, εκείνες τα μαγειρεύουν με μαεστρία και όλοι μαζί τα τρώνε γύρω από μεγάλες φωτιές και πάντα με συνοδεία μουσικής».

«Είδες που στα ‘λεγα;», είπε ο Γουέλορντ στην Μπρουχίλντα, εντυπωσιασμένος από την περιγραφή της γυναίκας. Το ίδιο εντυπωσιασμένη ήταν και εκείνη.

«Ω! Μα τι αγένεια. Τόση ώρα μιλάω και δεν σας έχω συστηθεί», αποκρίθηκε η γυναίκα και έπιασε όλο ντροπή το πρόσωπό της. «Το όνομα μου είναι Σοράγια».

Μετά από μια σύντομη κουβέντα μεταξύ τους, ο Γουέλορντ και η Μπρουχίλντα αποφάσισαν να προσλάβουν την Σοράγια για οδηγό τους. Φαινόταν να είναι πολύ καλή γνώστρια του δάσους και αυτό το στοιχείο τους ήταν απολύτως απαραίτητο. Της πρόσφεραν μία θέση στο τραπέζι τους, την κέρασαν κρασί και μόλις τέλειωσαν το φαγητό τους της είπαν ότι θα ξεκινούσαν το ταξίδι τους με το πρώτο φως της μέρας. Η Σοράγια δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό. Τους είπε ότι αύριο θα τους περίμενε από νωρίς στο πανδοχείο και πριν φύγει τους συμβούλευσε να αφήσουν τα άλογά τους στο στάβλο. Τα μονοπάτια στο βουνό ήταν πολύ περίεργα και τα κακόμοιρα ζωντανά θα δυσκολεύονταν πολύ να τα διασχίσουν. Στην Μπρουχίλντα δεν άρεσε καθόλου η ιδέα να αφήσει το άλογο της αλλά αφού το έλεγε η οδηγός τους κάτι θα ήξερε παραπάνω.

Η Σοράγια φεύγοντας από το πανδοχείο έτριβε τα χέρια της από την χαρά της. Χωρίς κόπο είχε βρει δύο ακόμα θύματα για να παγιδέψει στον ιστό της. Το πόσο εύκολα είχαν πιστέψει ότι είναι οδηγός και ότι ξέρει το δάσος, ήταν πραγματικά αστείο. Ούτε μία φορά δεν είχε πάει. Μόνο ότι είχε ακούσει από άλλους ταξιδιώτες ήξερε και αυτά δεν ήταν και πολύ καλά. Πολλοί είχαν αναφέρει ότι στο δάσος κατοικούσαν άγρια Τρολς ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι όταν αφηγούνταν ιστορίες για το χτίσιμο της πόλης δεν παρέλειπαν να πουν ότι τα τείχη της πόλης είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά για να προστατεύουν τους κατοίκους από τις επιθέσεις αυτών των πλασμάτων. Βέβαια όλα αυτά δεν την ενδιέφεραν καθόλου της Σοράγια.

Καθώς προχωρούσε στους άδειους πλέον δρόμους της Νέσμε με το φεγγάρι μόνο να της δίνει φως, το μόνο που σκεφτόταν ήταν οι περγαμηνές του ιερέα και το ημερολόγιο που είχε βγάλει από το ράσο του. Αν είχε ακούσει σωστά, ο άνδρας είχε αναφέρει κάτι για ξόρκια. Ίσως ο ίδιος να ήταν κάποιου είδους μάγος και η Σοράγια διψούσε για μαγεία. Όσον αφορά την πολεμίστρια που είχε μαζί του, μπορεί να ήταν πιο δυνατή και μυώδης από την ίδια αλλά θα έβρισκε τρόπο να την ξεφορτωθεί. Το σχέδιο της ήταν απλό, θα τους έκανε βόλτες μέσα στο δάσος μέχρι να χαθούν και μόλις έβρισκε την ευκαιρία θα τους λήστευε. Τα υπόλοιπα ας τα αναλάμβαναν τα Τρολς. Γέλασε από μέσα της και κοιτώντας προσεκτικά γύρω της χώθηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο.

Το επόμενο πρωί βρήκε την Μπρουχίλντα και τον Γουέλορντ να έχουν ξυπνήσει πολύ πριν την ανατολή του ήλιου. Η Μπρουχίλντα ετοίμαζε τα πράγματα που θα έπαιρναν μαζί τους στο δάσος και ο Γουέλορντ είχε πάει να ευχαριστήσει τον πανδοχέα, τον κύριο Νίστλορ, για την φιλοξενία του. Δυστυχώς όμως ο πανδοχέας είχε κάποιες δουλειές και ανέλαβε το ρόλο του ένας από τους υπηρέτες. «Αν καταφέρετε και σταματήσετε αυτή την καταραμένη αρρώστια, ο κύριος Νίστλορ θα σας φιλοξενεί στο πανδοχείο του τσάμπα μέχρι το τέλος της ζωής σας», του είπε ο υπηρέτης και σκύβοντας προς το μέρος του, του είπε συνωμοτικά. «Ένα θέλω να θυμάστε οι νεκροί καραδοκούν». Ο Γουέλορντ απόρησε με την φράση του υπηρέτη αλλά δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τι εννοούσε καθώς εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε στην είσοδο η Σοράγια, όπως πάντα τυλιγμένη με την μαύρη της κάπα. Αμέσως μετά κατέβηκε στο ισόγειο και η Μπρουχίλντα και ξεκίνησαν και οι τρεις τους προς το δάσος.

Βγαίνοντας από  τα τείχη, αντίκρισαν μπροστά τους σειρές από γκρίζα βραχώδεις βουνά με μυτερές κορυφογραμμές. Έστεκαν εκεί πελώρια και γυμνά δίχως ίχνος φυτού πάνω τους. Έμοιαζαν με φυσικά τείχη που είχε τοποθετήσει η μητέρα φύση για να προστατέψει το δάσος της. Δέος κατέκλυσε τους δυο ταξιδιώτες και η Σοράγια προχωρώντας μπροστά, τους είπε ότι πίσω από αυτά τα βουνά βρισκόταν το δάσος του Έβερμουρς. Δίχως να πουν λέξη την ακολούθησαν και σύντομα βρέθηκαν να ανεβαίνουν στενά και κακοτράχαλα μονοπάτια. Με δυσκολία περνούσαν, προσπαθώντας να μην γδαρθούν στις μυτερές πέτρες που εξείχαν εδώ και εκεί. Φαντάσου να είχαμε και τα άλογα μαζί, σκέφτηκε η Μπρουχίλντα καθώς πηδούσε από βράχο σε βράχο ή σφιγγόταν για να περάσει από κάποιο στενό πέρασμα. Όσο ανέβαιναν στο βουνό τόσο η θέα από κάτω έκοβε την ανάσα. Η Νέσμε ξεδίπλωνε όλη την μεγαλοπρέπειά της, με τα όμορφα κτήρια, το επιβλητικό παλάτι και το ποταμό Σούρμπιν να ξεπροβάλει στο βάθος σαν μεγάλο μπλε φίδι.

Μετά από μερικές ώρες το μονοπάτι άρχισε να ανοίγει και να βλασταίνει μπροστά στην μικρή ομάδα. Είχαν περάσει στην άλλη πλευρά του βουνού και από κάτω τους φαινόταν ένα πυκνό δάσος με πανύψηλα αιωνόβια δένδρα με χοντρούς κορμούς, σαν γιγάντιες κολώνες καλυμμένες με πράσινα βρύα. Τα φυλλώματά τους σχεδόν έκρυβαν το έδαφος και έμοιαζαν με πράσινη θάλασσα. Η Σοράγια συνέχιζε να προχωράει μπροστά δείχνοντάς τους το δρόμο, ο Γουέλορντ στην μέση προσπαθούσε να ακολουθήσει πιστά το χάρτη που κρατούσε στα χέρια του ενώ η Μπρουχίλντα έμενε οπισθοφυλακή. Περπατούσαν και περπατούσαν και κατά διαστήματα η Σοράγια άλλαζε πορεία. Πότε έστριβε δεξιά, πότε αριστερά, πότε σταμάταγε και κοιτούσε γύρω της. Η Μπρουχίλντα είχε αρχίσει να παραξενεύεται με αυτή την συμπεριφορά και όσο πιο διακριτικά μπορούσε, σημάδευε με το τσεκούρι της τα δένδρα γύρω της. Είχε περάσει κάμποση ώρα, όταν ξαφνικά είδε μπροστά της ένα από τα σημαδεμένα δένδρα. Οι υποψίες της ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μόλις είχαν επιβεβαιωθεί.

«Μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος γιατί κάνουμε κύκλους εδώ και ώρες;» αναφώνησε εκνευρισμένη.

«Τι κάνουμε;» απόρησε ο Γουέλορντ.

«Άσκοπους κύκλους», του φώναξε εκείνη και βλέποντας τον να απομακρύνεται απορροφημένος στον χάρτη του, γύρισε προς την Σοράγια. «Μπορείς να μας πεις που ακριβώς μας πηγαίνεις, γιατί απ’ ότι φαίνεται, ούτε εσύ ξέρεις».

«Σας παρακαλώ πολύ», είπε θιγμένη η Σοράγια, «εκεί που μου ζητήσατε σας πάω και δεν δέχομαι να με αμφισβητείτε ως οδηγό».

«Δεν σε αμφισβητώ εγώ καλή μου, αλλά τα δένδρα», της απάντησε η Μπρουχίλντα δείχνοντάς της τα σημάδια στον κορμό.

«Αυτά είναι σημάδια από νύχια αρκούδας. Πολύ συνηθισμένα σε αυτό το βουνό», είπε με σιγουριά η Σοράγια προκαλώντας την οργή της Μπρουχίλντα.

«Θα με τρελάνεις; Τολμάς και με κοροϊδεύεις μέσα στα μούτρα μου;»

Έτοιμη ήταν να ορμήσει στην Σοράγια και να της δώσει ένα γερό χέρι ξύλο, όταν ακούστηκε η φωνή του Γουέλορντ να τις καλεί. Όση ώρα αυτές τσακώνονταν, εκείνος είχε ανέβει σε ένα ψηλό βράχο και αυτό που είχε αντικρίσει από την άλλη πλευρά τον είχε χλομιάσει ολόκληρο. «Μου φαίνεται ότι μόλις βρήκα το χωριό που ψάχνουμε», τους είπε με παγερή φωνή. Ανέβηκαν και οι άλλες δύο στο βράχο και έμειναν άλαλες μπροστά σε αυτό που είδαν.

Λίγα μέτρα παρακάτω υπήρχε ένα χωριό, καμένο συθέμελα. Μαύρη γη και καρβουνιασμένα σπίτια που κάπνιζαν ακόμα. Ο Γουέλορντ κατέβηκε από τον βράχο και πήγε προς τα κει. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Στους δρόμους του χωριού υπήρχαν απανθρακωμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων και η μυρωδιά της καμένης σάρκας είχε εμποτίσει τα πάντα. Κοιτώντας από ένα παράθυρο, η Μπρουχίλντα είδε στο εσωτερικό ενός σπιτιού, τα κουφάρια δυο παιδιών να είναι αγκαλιασμένα και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.

«Μα ποιος το έκανε αυτό;» ρώτησε με αγανάκτηση.

«Μάλλον οι ίδιοι», της απάντησε η Σοράγια που διάβαζε εκείνη την στιγμή μια επιγραφή από κάρβουνο σε ένα τοίχο. «Η θυσία μερικών είναι η σωτηρία όλων».

«Έκαψαν τους εαυτούς τους για να εμποδίσουν την εξάπλωση της αρρώστιας», συμπλήρωσε ο  Γουέλορντ έχοντας σταθεί στο κέντρο του χωριού και κοιτώντας με μάτια γουρλωμένα το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που είχε δει ποτέ στην ζωή του.

Μια μεγάλη κατασκευή είχε στηθεί στο κέντρο του χωριού με δεκάδες πασσάλους πάνω της. Πάνω στους πασσάλους ήταν δεμένοι οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, ο ένας δίπλα στον άλλον. Στα καρβουνιασμένα τους πρόσωπα, τα στόματα έχασκαν ανοιχτά και ο Γουέλορντ άκουγε στ’ αυτιά του τις σπαρακτικές κραυγές αυτών των ανθρώπων καθώς πέθαιναν. Έβγαλε το ημερολόγιο από το ράσο του και άρχισε να διαβάζει μια προσευχή. Μόλις τελείωσε, αναστενάζοντας βαθιά, έστρεψε το βλέμμα του με θλίψη στα καμένα σπιτιά έχοντας την απατηλή ελπίδα ότι κάποιος μπορεί να ήταν ακόμα ζωντανός, κάποιος που να χρειαζόταν την βοήθεια του και ίσως να του έδινε περισσότερες πληροφορίες για το τι είχε συμβεί. Κανείς όμως δεν υπήρχε. Ένα άδειο κουφάρι είχε απομείνει το χωριό δίχως ψυχή πια μέσα του. Διέσχισε με τις άλλες δύο συνταξιδιώτισσες του το χωριό και όλοι μαζί συνέχισαν το δρόμο τους. Από κείνο το σημείο και πέρα ήταν μόνοι. Το τελευταίο μέρος από το οποίο θα μπορούσαν να συλλέξουν πληροφορίες, είχε αυτοκαταστραφεί.

«Τώρα που πάμε;» ρώτησε η Μπρουχίλντα προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό της την εικόνα των απανθρακωμένων χωρικών. «Το χωριό που γυρεύαμε δεν υπάρχει πλέον, οπότε τι κάνουμε από δω και πέρα;»

Ο Γουέλορντ κοίταξε τον χάρτη του και πλησίασε την Σοράγια. «Ξέρεις που βρίσκεται αυτό το μέρος;» την ρώτησε δείχνοντας το στο χάρτη με τον δείκτη του.

«Είναι νοτιοδυτικά του δάσους. Μπορώ να σας πάω», του απάντησε εκείνη.

«Τώρα μάλιστα. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας», μουρμούρισε η Μπρουχίλντα καθώς ξεκινούσαν και πάλι το ταξίδι τους.

Άρχισαν την κάθοδο τους και λίγο μετά το απόγευμα μπήκαν στο δάσος του Έβερμουρς, το οποίο από κοντά φαινόταν ακόμα πιο πυκνό και τρομακτικό. Οι ρίζες των δένδρων, όμοιες με τεράστιες φλέβες, ξεπετάγονταν από το έδαφος και σαν φίδια εξαπλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση. Σπασμένα κλαδιά, ιστοί από αράχνες, περίεργοι ήχοι και μια ελαφριά ομίχλη που επικρατούσε στην υγρή ατμόσφαιρα έκαναν την Μπρουχίλντα να πιάσει ασυναίσθητα το τσεκούρι της. Έπρεπε να ήταν σε ετοιμότητα να το χρησιμοποιήσει ανά πάσα στιγμή.

Η Σοράγια πρότεινε να σταματούσαν για την ώρα του ταξίδι τους γιατί σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι. Είχε στο μυαλό της να τους λήστευε όσο θα κοιμόντουσαν και να γύρναγε στην Νέσμε όσο ήταν ακόμα κοντά. Δεν υπολόγισε όμως ότι η Μπρουχίλντα ήταν άγρυπνος φρουρός. Αφού άναψαν μια μικρή φωτιά για να μαγειρέψουν κάτι να φάνε η Μπρουχίλντα τους είπε ότι θα έμενε ξύπνια να τους προσέχει. Όσο και αν προσπάθησε να την πείσει η Σοράγια ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνει ξύπνια και ότι το σημείο που βρίσκονταν ήταν απόλυτα ασφαλές, η πολεμίστρια δεν άκουγε τίποτα. Με τα σχέδια της ναυαγισμένα η Σοράγια έπεσε για ύπνο προσπαθώντας να σκεφτεί κάποιο εναλλακτικό σχέδιο.

Νωρίς το επόμενο πρωί, μάζεψαν τα πράγματά τους και συνέχισαν το δρόμο τους μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο δάσος με την Σοράγια να είναι πάντα ο οδηγός και την Μπρουχίλντα, ακούραστη, να προσέχει τα νώτα τους. «Μα πως είναι δυνατόν, όλο το βράδυ να φύλαγε σκοπιά και να είναι φρέσκια σαν λουλούδι στην αυγή;», απορούσε η Σοράγια κοιτώντας την πίσω της.

Σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος, ανάμεσα σε κάτι ερείπια οικισμού νάνων, ζούσε μόνο του ένα μικρό χάλφλινγκ. Δεν μιλούσε, απλά μούγκριζε σαν άγριο ζώο, κυκλοφορούσε παντού γυμνό και περπατούσε στα τέσσερα. Σκαρφάλωνε στα δένδρα, πήδαγε από κλαδί σε κλαδί και είχε για κατοικίδιο του μια πέτρα.

Μέσα του πίστευε ότι ήταν λύκος και δεν είχε άδικο, αν σκεφτεί κανείς ότι το μεγάλωσε μια αγέλη λύκων. Από πολύ μικρός εκπαιδεύτηκε μαζί με άλλα λυκόπουλα στο κυνήγι, πώς να εντοπίζουν την λεία τους, πώς να καλύπτονται, πώς να την καταδιώκουν. Έμαθε πώς να επικοινωνεί με άλλα ζώα, πώς να ουρλιάζει σαν λύκος τα βράδια όταν έπρεπε να μαζευτεί η αγέλη, απόκτησε οξεία όσφρηση, αδέρφια και μια ζεστή φωλιά. Όμως κάτι μέσα του τού έλεγε συνέχεια ότι δεν άνηκε εκεί. Καταρχάς, διέφερε εμφανισιακά απ’ όλους. Οι λύκοι είχαν παχιά γυαλιστερή γούνα και εκείνο είχε τρίχες μόνο στο κεφάλι. Επίσης τα χέρια του, τα πόδια του, η μουσούδα του, όλα ήταν διαφορετικά και δεν ήταν λίγοι οι λύκοι που το αντιμετώπιζαν σαν ξένο. Το κοιτούσαν συνέχεια με στραβό μάτι, σχεδόν πάντα το αδικούσαν στην μερίδα του φαγητού και εκείνο στεναχωριόταν και καθόταν μόνο του στην φωλιά όταν οι άλλοι έτρωγαν.

Ένα βράδυ με πανσέληνο, ο πατέρας του και αρχηγός της αγέλης του αποκάλυψε την πραγματική του ιστορία. Πριν από χρόνια στα μέρη τους έτυχε να κατασκηνώσει ένα καραβάνι με δίποδα. Κάθε βράδυ άναβαν φωτιές, έψηναν κρέατα, έπιναν και χόρευαν μέχρι να πέσουν ξεροί. Οι λύκοι τους παρακολουθούσαν κρυμμένοι στις φυλλωσιές του δάσους και μόλις τους έβλεπαν ότι πήγαιναν για ύπνο, πλησίαζαν και ψαχούλευαν τα αποφάγια τους. Κάποια στιγμή, από το καραβάνι άρχισαν να εξαφανίζονται δίποδα και κυρίως νεαρά. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ακόμα και οι λύκοι. Μόνο μία μαύρη σκιά έβλεπαν να πλανιέται πάνω από τον καταυλισμό. Έμοιαζε σαν να έψαχνε κάτι αλλά δεν το έβρισκε. Ένα βράδυ, ένα ζευγάρι το έσκασε από τον καταυλισμό και άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος, έχοντας μαζί τους ένα μωρό. Η σκιά τους αντιλήφθηκε και άρχισε να τους καταδιώκει. Το αρσενικό δίποδο αποφάσισε να μείνει πίσω και να την αντιμετωπίσει αλλά η σκιά το σκότωσε αμέσως και συνέχισε κυνηγά το θηλυκό. Εκείνο σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει το μωρό που κουβαλούσε, το έκρυψε σε μια κουφάλα δένδρου και το αντικατέστησε με ένα κούτσουρο. Νόμιζε ότι θα ξεγελούσε την σκιά αλλά αντ’ αυτού προκάλεσε την οργή της και το θηλυκό δίποδο έγινε στάχτη μόλις τυλίχθηκε γύρω του η σκιά. Το μωρό ήταν το χάλφλινγκ και μόλις το βρήκαν οι λύκοι, το πήραν υπό την προστασία τους.

Λίγο καιρό μετά από αυτή την αποκάλυψη, το μικρό χάλφλινγκ αποφάσισε να φύγει από την αγέλη και να ψάξει να βρει το μέρος που άνηκε πραγματικά. Η αγέλη του ήταν σύμφωνη με αυτή του την απόφαση και καθώς το αποχαιρετούσαν του είπαν ότι όποτε τους χρειαζόταν, δεν είχε παρά να τους καλέσει και εκείνοι θα έτρεχαν στο πλευρό του. Έφυγε λοιπόν και περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στο δάσος μέχρι που βρήκε τα ερείπια του οικισμού των νάνων. Ήταν μερικά μισογκρεμισμένα σπιτάκια με μικρές πόρτες και χαμηλές μισογκρεμισμένες σκεπές. Ταίριαζαν απόλυτα στο μέγεθός του και το ίδιο ενθουσιασμένο αποφάσισε να φτιάξει εκεί την φωλιά του. Αυτό και η πέτρα του, την οποία την είχε πάρει από το μέρος που έμενε η αγέλη του, θα ζούσαν μια χαρά στην νέα τους φωλιά.

Εκείνο το πρωί κυνηγούσε λαγούς γύρω από τα ερείπια, όταν ξαφνικά άκουσε περίεργες φωνές κάπου μέσα στο δάσος. Σήκωσε το κεφάλι του και προσπάθησε να αφουγκραστεί από ποια μεριά ερχόντουσαν. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μακριά. Πήρε την πέτρα του παραμάσχαλα και ανέβηκε σε ένα δένδρο για να έχει καλύτερη θέα. Οι φωνές που άκουγε δεν έμοιαζαν με ζώων και γι’ αυτό το λόγο του είχαν εξάψει την περιέργεια. Κοίταξε γύρω του στενεύοντας τα μάτια του, πήδηξε σε άλλο δένδρο, ανέβηκε μερικά ακόμα κλαδιά και μύρισε τον αέρα μήπως πιάσει κάποια περίεργη μυρωδιά.

Ξαφνικά κοιτώντας σε ένα σημείο στο βάθος που τα δένδρα αραίωναν είδε όλο έκπληξη να περπατούν τρία δίποδα, σαν αυτά που του είχε αφηγηθεί ο πατέρας του. Άραγε να άνηκε στην αγέλη τους; Να ήταν ένα απ’ αυτούς; Μια ταραχή ένιωσε μέσα του και μια σφοδρή επιθυμία να πάει κοντά τους. Κατέβηκε από το δένδρο, πήγε προς το μέρος τους αθόρυβα, όπως είχε μάθει από τους λύκους και αποφάσισε να τους ακολουθήσει κρυμμένος στις φυλλωσιές. Ήθελε να διαπιστώσει, πριν τους φανερωθεί, αν ήταν επικίνδυνοι ή όχι.

Την Σοράγια την είχε πιάσει υπερένταση. Δεν φημιζόταν για την υπομονή της και μέχρι στιγμής είχε ξεφύγει αρκετά από το αρχικό της σχέδιο. Κανονικά θα έπρεπε να τους είχε ληστέψει ήδη και να είχε εξαφανιστεί όμως δεν είχε φανταστεί ότι αυτή η πολεμίστρια που είχε μαζί του ο ιερέας θα ήταν τόσο ζόρικη. Το ένιωθε ότι την είχε βάλει στο μάτι και συνεχώς αισθανόταν το βλέμμα της καρφωμένη πάνω της. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να τους ξεγελάσει και σύντομα θα τον έβρισκε, αρκεί να της δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία.

Αυτό που έκανε για την ώρα ήταν να προσποιείται την καλή και φιλική οδηγό. Ίσως μόλις κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους, να χρησιμοποιούσε την γοητεία και τον ερωτισμό της για να σαγηνεύσει τον ιερέα. Κανένας άνδρας δεν της είχε αντισταθεί μέχρι τώρα και εκείνος δεν διέφερε σε τίποτα από τους άλλους. Μετά το καμένο χωριό είχε κολλήσει στο πλάι του και του έκανε συνεχώς ερωτήσεις για το μέρος από το οποίο ερχόντουσαν, γιατί έγινε ιερέας, αν ξέρει να κάνει ξόρκια και ο Γουέλορντ προσπαθούσε να της απαντάει όσο πιο απλά μπορούσε, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες.

«Το ακούτε αυτό;», είπε σε μια στιγμή η Μπρουχίλντα και σταμάτησε να περπατά, «Εδώ και λίγη ώρα ακούγεται ένας αχνός θόρυβος, σαν σύρσιμο φύλλων».

«Ναι, νομίζω ότι έχεις δίκιο. Κάτι ακούγεται», βιάστηκε να την υποστηρίξει η Σοράγια, εισπράττοντας ένα επικριτικό βλέμμα από την Μπρουχίλντα, η οποία ήταν σίγουρη ότι η Σοράγια την κορόιδευε.

«Εγώ δεν ακούω κάτι», αποκρίθηκε ο Γουέλορντ.

«Μου φαίνεται ότι έρχεται πίσω από αυτούς τους θάμνους», συνέχισε η Σοράγια δείχνοντας προς ένα σημείο και πήγε προς τα κει να δει αν υπάρχει κάτι.

Ξάφνου ένα γυμνό χάλφλινγκ ξεπετάχτηκε μέσα από τους θάμνους και πριν προλάβει η Σοράγια να αντιδράσει, όρμησε καταπάνω της και γαντζώθηκε στο πόδι της. Την μύρισε για μια στιγμή και την επόμενη στραβομουτσούνιασε και ετοιμάστηκε να την δαγκώσει. Η Σοράγια έβγαλε μια κραυγή τρόμου και ευτυχώς για καλή της τύχη, πρόλαβε να επέμβει η Μπρουχίλντα, βάζοντας ανάμεσα στο χάλφλινγκ και το πόδι της Σοράγια το τσεκούρι της. Εκείνο μόλις ήρθε σε επαφή με την κρύα επιφάνεια του τσεκουριού γούρλωσε τα μάτια του, άφησε με μιας το πόδι και έτρεξε φοβισμένο μέσα στο δάσος.

«Ένα άγριο χάλφλινγκ», αναφώνησε ο Γουέλορντ, «Πρέπει να πρόκειται για εξαιρετικά σπάνια περίπτωση. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να φύγει».

«Με κοροϊδεύετε; Κόντεψε να μου δαγκώσει το πόδι», ξέσπασε η Σοράγια τινάζοντας εκνευρισμένη την κάπα της, «Ως εδώ ήταν, εγώ δεν συνεχίζω άλλο. Δεν ξέρω τι ακριβώς ψάχνετε να βρείτε μέσα στο δάσος αλλά μέχρι στιγμής έχουν μαζευτεί πολλά για μένα. Τη μία βρίσκουμε ένα καμένο χωριό γεμάτο πτώματα, την άλλη μου επιτίθεται ένα πρωτόγονο τέρας, από δω η κυρία Μπρουχίλντα νομίζει ότι είμαι απατεώνισσα… Αρκετά, εγώ θα φύγω».

«Εγώ δεν σε είπα ποτέ…», πήγε να πει η Μπρουχίλντα αλλά την διέκοψε αμέσως ο Γουέλορντ.

«Σοράγια, σε χρειαζόμαστε. Είσαι η οδηγός μας. Θέλω να πω, από τους τρεις μας είσαι η μόνη που γνωρίζεις το δάσος. Δεν μπορείς να μας εγκαταλείψεις τώρα. Πρέπει να φέρουμε εις πέρας μια πολύ σημαντική αποστολή και η βοήθεια σου είναι πολύτιμη.»

«Δεν ξέρω…» μουρμούρισε η Σοράγια χαμηλώνοντας το κεφάλι ενώ από μέσα της ξεχείλιζε από ευχαρίστηση. Αν την είχαν τόσο πολύ ανάγκη, θα της ήταν πολύ εύκολο να τους κάνει ότι θέλει. «Αν είμαι τόσο σημαντική γι’ αυτή την αποστολή, όπως λες, θα ήθελα να έχω καλύτερη αντιμετώπιση, κυρίως από εκείνη», είπε και έδειξε την Μπρουχίλντα, «Και να μου δείξετε περισσότερη εμπιστοσύνη».

«Πως ακριβώς θέλεις να σου δείξουμε περισσότερη εμπιστοσύνη;», την ρώτησε η Μπρουχίλντα πιέζοντας τον εαυτό της να μην φανεί επιθετική.

«Στα μέρη μου, για να δείξουμε ότι εμπιστευόμαστε κάποιον, του δίνουμε να προσέχει κάποιο πολύτιμο αντικείμενό μας», της απάντησε εκείνη και ψαχουλεύοντας στην δερμάτινη τσάντα που είχε κάτω από την κάπα της, εμφάνισε μια χούφτα μπλε βότσαλα και τα έτεινε μπροστά στην Μπρουχίλντα. «Αυτά τα βότσαλα είναι ότι πολυτιμότερο έχω».

«Και τι το ιδιαίτερο έχουν;» την ρώτησε εκείνη.

«Είναι μαγικά βότσαλα», αποκρίθηκε η Σοράγια, «Μπορούν και πραγματοποιούν ευχές. Μου τα είχε δώσει η γιαγιά μου και είναι πολύ σπάνια. Για την ακρίβεια είναι τα τελευταία που έχουν απομείνει στον κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο θα ήθελα να τα κρατήσεις εσύ Μπρουχίλντα μέχρι το τέλος του ταξιδιού, για να σου δείξω ότι σε εμπιστεύομαι». Η Μπρουχίλντα τα πήρε στα χέρια της και τα κοίταξε με δυσπιστία. «Τώρα λοιπόν», συνέχισε η Σοράγια το παιχνίδι της, «θα ήθελα να ζητήσω από τον Γουέλορντ να μου δώσει κάτι πολύτιμο, ως δείγμα εμπιστοσύνης».

Ο Γουέλορντ την κοίταξε παραξενεμένος. Δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα να δώσει σε μια άγνωστη κάτι πολύτιμο. Αλλά αφού έπρεπε να το κάνει έπρεπε να σκεφτεί πολύ προσεκτικά τι θα ήταν αυτό, μιας και είχε αρκετά πολύτιμα πράγματα πάνω του, όπως ο χάρτης, το μενταγιόν του Όγκμα που φορούσε στο λαιμό, το ημερολόγιο του, οι περγαμηνές που κουβαλούσε στο σακίδιο του.

«Πως ακριβώς λειτουργούν αυτά τα βότσαλα;», διέκοψε η φωνή της Μπρουχίλντα τις σκέψεις του Γουέλορντ, «Τα τρίβεις; Τα βάζεις σε βραστό νερό; Τους μιλάς;»

«Ναι όντως πως λειτουργούν;», θέλησε να μάθει και ο Γουέλορντ προκαλώντας την δυσαρέσκεια της Σοράγια, η οποία πίστευε ότι με αυτό το ψέμα θα έκλεβε τον ιερέα εύκολα και γρήγορα. Προσπάθησε να καταπνίξει τον θυμό της και φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο γύρισε και κοίταξε την Μπρουχίλντα.

«Εντάξει λοιπόν θα σας πω. Το μυστικό για τα βότσαλα είναι να τα φυτέψετε».

Το μικρό χάλφλινγκ έτρεξε φοβισμένο μέσα στο δάσος προσπαθώντας να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν από τα τρία δίποδα. Κάτι περίεργο είχε μυρίσει πάνω τους και ειδικά σε αυτό που είχε πιάσει από το πόδι. Η διαίσθησή του τού έλεγε ότι κάτι κακό υπήρχε μέσα του. Μετά ήταν αυτό το περίεργο αντικείμενο που έβαλε μπροστά του το άλλο πλάσμα. Ήταν κρύο και κοφτερό. Μόλις το άγγιξε, ένιωσε όλο του το κορμί να ανατριχιάζει. Μα πόσο κακός πρέπει να ήταν κάποιος για να φτιάξει ένα τέτοιο αντικείμενο; Σίγουρα, αποκλείεται να άνηκε στην αγέλη τους.

Είχε απομακρυνθεί κάμποσα μέτρα το χάλφλινγκ, όταν είδε μπροστά του άλλα δύο δίποδα, κάπως διαφορετικά από τα προηγούμενα. Κρύφτηκε πίσω από κάτι βράχια και έμεινε να τα παρακολουθεί. Αυτά ήταν πιο μικρά σε μέγεθος, είχαν μεγάλα μυτερά αυτιά, ειδικά το ένα απ’ αυτά ξεχώριζε αρκετά με τα μεγάλα αυτιά του και είχαν μαζί τους ζώα, ένα ελάφι, που πάνω του καθόταν το δίπολο με τα πολύ μεγάλα αυτιά, ένα μικρό λύκο που προχώραγε δίπλα στο άλλο δίποδο μυρίζοντας συνεχώς το έδαφος και ένα μικρό λευκό κουνέλι που προπορευόταν κάνοντας μικρά πηδηματάκια. Το χάλφλινγκ ένιωσε την κοιλιά του να γουργουρίζει και σκέφτηκε ότι αυτό το κουνέλι θα ήταν εξαιρετικός μεζές για να βγάλει την μέρα του. Κοίταξε την πέτρα του και προσπάθησε να σκεφτεί πως θα απομάκρυνε το θήραμά του από την ομάδα του.

Περπατούσαν εδώ και αρκετές ώρες και από την στιγμή που ξεκίνησαν η Βικτώρια δεν είχε πει λέξη. Καθόταν πάνω στο ελάφι της και κοιτούσε στο κενό με βλέμμα λυπημένο. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ο αγαπημένος της δάσκαλος κείτονταν στο κρεβάτι του, σχεδόν ετοιμοθάνατος από μια μυστήρια αρρώστια. Την μέρα που της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε για λίγο καιρό από το χωριό φαινόταν τόσο υγιής, με βλέμμα ζωηρό και φωνή ήρεμη και μελωδική. Τίποτα δεν πρόδιδε πάνω του ότι η αρρώστια είχε αρχίσει να τον κατασπαράζει. Η Βικτώρια τον είχε χαιρετήσει βιαστικά και είχε φύγει για να προλάβει κάτι άλλα ξωτικά. Ούτε που της είχε περάσει από το νου της ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε καλά και τώρα το μετάνιωνε πικρά που δεν είχε κάτσει λίγο παραπάνω μαζί του, που δεν του είχε δώσει μία τελευταία αγκαλιά.

Λίγο καιρό αργότερα η καλύτερή της φίλη, η Κάιλσαρ, έτρεξε κοντά της αναστατωμένη και της ανακοίνωσε ότι ο Δρυΐδης ήταν βαριά άρρωστος και ήθελε να την δει. Πανικόβλητη η Βικτώρια έτρεξε κοντά του. Τον βρήκε σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος, το οποίο την έκανε να παγώσει ολόκληρη. Όλα γύρω του ήταν σαπισμένα και μαύρα, ενώ ψόφια ζώα κείτονταν στις ρίζες των δένδρων. Σε μια καλύβα βρήκε τον δάσκαλό της ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο από ρίζες να βαριανασαίνει. Ήταν ιδρωμένος ολόκληρος, τα χέρια του έτρεμαν και τα μάτια του ήταν θολά. Τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. «Καλέ μου δάσκαλε, τι σου συνέβη;» τον ρώτησε με μάτια βουρκωμένα. «Κακό μεγάλο γεννήθηκε», της απάντησε εκείνος με δυσκολία, «πρέπει να το σταματήσετε πριν να είναι πολύ αργά». Τα λόγια του κοβόντουσαν από τον άγριο βήχα του και η Βικτώρια αμέσως προσπάθησε να τον γιατρέψει ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στο στήθος του. «Δεν θα καταφέρεις τίποτα. Η αρρώστια είναι πολύ δυνατή», την σταμάτησε ο Δρυΐδης και έβγαλε μέσα από τα σκεπάσματα μία διπλωμένη περγαμηνή. «Πάρε αυτό και πηγαίνετε με την Κάιλσαρ να σταματήσετε το κακό. Ενωμένες έχετε την δύναμη να το αντιμετωπίσετε», ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε. Έπειτα ο Δρυΐδης άρχισε να έχει σπασμούς, τα μάτια του έκλεισαν και μόλις το κορμί του ηρέμισε, βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο.

Η Βικτώρια λύθηκε σε κλάματα. Ο Δρυΐδης ήταν για εκείνη κάτι παραπάνω από δάσκαλος, ήταν ο μόνος πατέρας που γνώρισε, ήταν η μόνη οικογένεια που είχε και δεν ήθελε να τον χάσει. Η Κάιλσαρ πήγε κοντά της και την αγκάλιασε από τους ώμους για να την παρηγορήσει. Ήξερε και εκείνη πόσα πολλά σήμαινε ο Δρυΐδης για την φίλη της. Όταν ήταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας της η Βικτωρία, είχε γίνει μια μάχη στο χωριό τους και οι γονείς της σκοτώθηκαν. Ο Δρυΐδης θέλοντας να την σώσει την πήρε από την κοιλιά της μητέρας της και την έβαλε μέσα σε λουλούδι μέχρι να είναι έτοιμη να γεννηθεί. Για μήνες φρόντιζε το λουλούδι ακούραστα. Το πότιζε, του μιλούσε, του περιποιούταν τα φύλλα του μέχρι που μια μέρα εκείνο άνοιξε τα πέταλα του και από μέσα εμφανίστηκε η Βικτώρια, ένα ξωτικό με γλυκό πρόσωπο και μεγάλα αυτιά που προοριζόταν μια μέρα να γίνει Δρυΐδης.

Ένα πράγμα που σιχαινόταν από μωρό ήταν τα όπλα, παρόλο που πάνω της κουβαλούσε πάντα ένα μικρό σπαθάκι, μοναδικό κειμήλιο από τον βιολογικό της πατέρα. Η Βικτώρια το μόνο που ήθελε ήταν να βλέπει τα ξωτικά γύρω της ευτυχισμένα και η πιο μεγάλη της ευχαρίστηση ήταν να γιατρεύει οτιδήποτε γύρω της δεν ήταν καλά. Ακόμα θυμόταν η Κάιλσαρ την πρώτη φορά που γνώρισε την Βικτώρια. Τριγυρνούσε στο δάσος και ξαφνικά την είδε σε ένα ξέφωτο μόνη της να προσπαθεί να μάθει ένα ξόρκι γιατρειάς. Είχε κρυφτεί σε κάτι θάμνους και την παρακολουθούσε να λέει τα λόγια της ξανά και ξανά και κάθε φορά που αποτύχαινε, να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να αρχίζει πάλι από την αρχή. «Δεν είναι εκνευριστικό να μην πετυχαίνεις κάτι;», είπε σε μια στιγμή και η Κάιλσαρ συνειδητοποίησε ότι την είχε αντιληφθεί. Μα πως ήταν δυνατόν; Αφού ήταν αρκετά μακριά. «Το καλό με αυτά τα αυτιά είναι ότι ακούω τα πάντα», συνέχισε η Βικτώρια σαν να είχε ακούσει την σκέψη της, «Μπορώ να μάθω πως σε λένε;», την ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος της και η Κάιλσαρ πάγωσε.

Σαν ξωτικό, η Κάιλσαρ ήταν αρκετά αντικοινωνική. Σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε και δεν έκανε παρέα με άλλα ξωτικά. Η μεγάλη της αγάπη ήταν τα όπλα και σύντομα ξεπέρασε σε επιδεξιότητα όλους τους συνομηλίκους της. Το τόξο και το σπαθί από πολύ νωρίς είχαν γίνει η δεύτερη φύση της και το όνειρό της να μπει στην φρουρά του δάσους της έδινε το κίνητρο να ξεπερνάει μέρα με την μέρα τον εαυτό της, κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τον αρχηγό των ξωτικών, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τις επιδόσεις της, όταν έφτασε η ώρα, την έκανε επικεφαλή της φρουράς.

Η φιλία της με την Βικτώρια ήταν καταλυτική. Πάντα η μία υποστήριζε την άλλη σε ότι κι αν έκαναν. Μόνο με εκείνη, η Κάιλσαρ άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο και το αντικοινωνικό πλασματάκι που ήταν, έμπαινε για λίγο στην άκρη. Η Βικτώρια από την άλλη ένιωθε ότι εκπλήρωνε το σκοπό της ύπαρξής της με το να προσπαθεί να ξεκλειδώσει το κλειστό χαρακτήρα της φίλης της. Στην ουσία η μία αλληλοσυμπλήρωνε την άλλη. Η Κάιλσαρ ήταν το σπαθί και η Βικτώρια η θεραπεία. Δεν ήταν τυχαίος ο λόγος που ο Δρυΐδης ζήτησε από αυτές τις δύο να σταματήσουν την εξάπλωση της αρρώστιας.

«Θα κάνω τα πάντα για να την σταματήσω», δήλωσε στην Κάιλσαρ η Βικτώρια κοιτώντας το πρόσωπο του δασκάλου της, που έμοιαζε σχεδόν νεκρό. «Ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω την ίδια μου την ζωή».

Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησαν το ταξίδι τους με μόνο οδηγό τον χάρτη που τους είχε αφήσει ο Δρυΐδης. Δεν ήξεραν τι θα συναντούσαν και δεν τους ένοιαζε. Ο πόνος και η θλίψη που κουβαλούσαν στις καρδιές τους, τους έδινε αρκετή δύναμη να αντιμετωπίσουν τα πάντα. Η Κάιλσαρ έχοντας το τόξο έτοιμο για χρήση ανά πάσα στιγμή προχώραγε πεζή με το λυκάκι της να την συνοδεύει σε κάθε της βήμα ενώ η Βικτώρια ακολουθούσε καβάλα στο ελάφι της. Είχε πει αρκετές φορές στην Κάιλσαρ να ανέβαινε στο ελάφι για να μην κουράζεται αλλά εκείνη ήθελε να νιώθει την σιγουριά του στέρεου εδάφους κάτω από τα πόδια της.

Είχαν διανύσει αρκετή απόσταση μέσα στο δάσος και όλα γύρω τους ήταν ανησυχητικά ήρεμα, ώσπου ξαφνικά ακούστηκε ένας γδούπος, σαν πέτρα που πέφτει στο έδαφος. Το κουνέλι της Βικτώρια σήκωσε το κεφαλάκι του, οσμίστηκε τον αέρα και πήδηξε προς το σημείο που ακούστηκε ο γδούπος. Έντρομη η Βικτώρια, χάρη στα μεγάλα της αυτιά, αντιλήφθηκε ότι υπήρχε κάτι μέσα στις φυλλωσιές και κινούνταν προς το κουνέλι της. Αμέσως κατέβηκε από το ελάφι και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το ζωάκι της. Έπρεπε να το προστατέψει αν υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Δεν πρόλαβε καλά – καλά να φτάσει όταν ακούστηκε ένα μουγκρητό και μέσα από τις σκιές του δάσους ξεπετάχτηκε ένα γυμνό χάλφλινγκ. Όρμησε πάνω της και την έριξε στο έδαφος δείχνοντάς της απειλητικά τα δόντια του. Την επόμενη στιγμή ένα βέλος έφυγε από τα χέρια της Κάιλσαρ και περνώντας ξυστά από το πόδι του χάλφλινγκ, του έγδαρε το δέρμα και εκείνο βγάζοντας μια κραυγή πόνου άρχισε να κλαίει. Η Βικτώρια βρίσκοντας την ευκαιρία το έδιωξε από πάνω της και αρπάζοντας το κουνέλι της, γύρισε προς την φίλη της.

«Το τραυμάτισες», της είπε κοιτώντας την αυστηρά.

«Σου επιτέθηκε», της απάντησε η Κάιλσαρ, «έπρεπε να κάνω κάτι».

Η  Βικτώρια άφησε το κουνέλι πάνω στο ελάφι και στράφηκε προς το χάλφλινγκ, το οποίο κλαψουρίζοντας προσπαθούσε να κλείσει την πληγή στο πόδι του καλύπτοντάς την με λάσπη. Το κακόμοιρο πονούσε και εκείνη δεν μπορούσε να το αφήσει αβοήθητο. Το πλησίασε προσεκτικά αγνοώντας τα γρυλίσματά που άρχισε να βγάζει μόλις της είδε, γονάτισε μπροστά του και έβαλε τα χέρια της πάνω στο πόδι του. Αμέσως η πληγή άρχισε να επουλώνεται. Το χάλφλινγκ έμεινε να κοιτά όλο έκπληξη αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο και στην συνέχεια ένιωσε ένα συναίσθημα ηρεμίας να κατακλύζει όλο του το σώμα. Εκστασιασμένο όπως ήταν έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της Βικτώρια για να την μυρίσει. Το άρωμα που έφτασε στα ρουθούνια του πραγματικά το μάγεψε, δεν μπορούσε να προσδιορίσει με τι ακριβώς έμοιαζε, ήταν όμως πάρα πολύ ωραίο και μεθυστικό. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και στην συνέχεια έτριψε το κεφάλι του στο χέρι της Βικτώρια.

«Μου φαίνεται ότι αποκτήσαμε έναν καινούργιο φίλο», είπε εκείνη όλο χαρά στην Κάιλσαρ. «Μπορούμε να το κρατήσουμε;»

«Γιατί όχι; Μπορεί να χρησιμεύσει σαν δόλωμα στο μέλλον», αποκρίθηκε εκείνη προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της, βλέποντας το ξάφνιασμα στο πρόσωπο της φίλης.

«Αυτό το αστείο δεν ήταν καθόλου ωραίο», της απάντησε η Βικτώρια μουτρωμένη και ανέβηκε στο ελάφι της.

«Ναι, σίγουρα», μουρμούρισε η Κάιλσαρ γελώντας και ξεκίνησαν πάλι το ταξίδι τους έχοντας ένα νέο μέλος στην συντροφιά τους.

Η Βικτώρια την κοίταξε με στενεμένο βλέμμα αλλά στο τέλος λύγισε και γέλασε και εκείνη. Ήταν όντως ένα αστείο. «Μην φοβάσαι, είσαι αρκετά άγριο για δόλωμα», γύρισε και είπε στο χάλφλινγκ που περπάταγε δίπλα στο ελάφι και συνεχώς σήκωνε το κεφάλι του και την κοιτούσε όλο χαρά. Λίγη ώρα αργότερα όμως, χωρίς να το θέλει, θα αναιρούσε τα ίδια της τα λόγια.

Είχαν διανύσει σχετικά μικρή απόσταση όταν η Βικτώρια άκουσε ανθρώπινες ομιλίες. Η Κάιλσαρ αμέσως τέντωσε το τόξο της, έτοιμη για μάχη.

«Δεν ξέρουμε αν είναι καλοί ή κακοί», της είπε ψιθυριστά η Βικτώρια.

«Πρέπει όμως να το μάθουμε. Είναι στο δρόμο μας και για να προχωρήσουμε χρειάζεται να περάσουμε από μπροστά τους», αποκρίθηκε εκείνη τεντώνοντας ακόμα περισσότερο την χορδή του τόξου της.

«Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος ειρηνικός τρόπος για να το μάθουμε».

«Στείλε το χάλφλινγκ», είπε η Κάιλσαρ και η Βικτώρια την κοίταξε ταραγμένη. «Θα κρυφτούμε και αν πάνε να το πειράξουν θα εμφανιστούμε και θα τους επιτεθούμε. Αν πάλι είναι καλοί ή θα φοβηθούν μόλις το δουν και θα φύγουν τρέχοντας ή θα το κανακέψουν όπως έκανες και εσύ προηγουμένως».

«Όχι, ξέχασέ το. Δεν θα διακινδυνεύσω την ζωή ενός αθώου πλάσματος», δήλωσε κατηγορηματικά η Βικτώρια σταυρώνοντας τα χέρια της.

«Βικ άσε τα πείσματα. Είμαστε σε αποστολή και πρέπει να παίρνουμε ρίσκα. Κάνε αυτό που σου λέω και σου υπόσχομαι ότι ο φιλαράκος σου δεν θα πάθει τίποτα. Θα τους έχω σκοτώσει πριν προλάβουν να τον αγγίξουν».

Η Βικτώρια το σκέφτηκε για λίγο και στο τέλος κατέβηκε από το ελάφι της.

«Εντάξει αλλά δεν θα το αφήσω να πάει μόνο του. Θα στείλω και το ελάφι μαζί του», είπε και αφού έκανε νόημα στο χάλφλινγκ να ανέβει πάνω στο ελάφι, με την σκέψη της έστειλε εντολή στο ζώο να προχωρήσει μπροστά.

«Εντάξει λοιπόν θα σας πω. Το μυστικό για τα βότσαλα είναι να τα φυτέψετε», είπε η Σοράγια και πάνω που νόμιζε ότι το θέμα θα τελείωνε εκεί και θα έπαιρνε από τον ιερέα το ημερολόγιο του, είδε όλο έκπληξη να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα δένδρα το χάλφλινγκ που της είχε επιτεθεί προηγουμένως πάνω σε ένα ελάφι. Δεν ήταν δυνατόν, αυτό το τερατάκι είχε ξαναγυρίσει φέρνοντας μαζί του ενισχύσεις.

Η Μπρουχίλντα και ο Γουέλορντ όλο περιέργεια γύρισαν να κοιτάξουν προς το μέρος που κοιτούσε η Σοράγια. Το χάλφλινγκ μόλις τους αντίκρισε άρχισε να γρυλίζει και να δείχνει τα δόντια του.

«Γεια σου και πάλι μικρέ μας φίλε», του είπε ο Γουέλορντ πηγαίνοντας προς το μέρος του με ήρεμες κινήσεις.

Η Σοράγια φανερά εκνευρισμένη που δεν είχε καταφέρει ακόμα να πετύχει το στόχο της, αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τις καλοσύνες και τις ταπεινότητες και να αναλάβει δράση. Είχε παρατραβήξει αυτό το αστείο. Ήθελε το ημερολόγιο του ιερέα και θα το έπαιρνε. Μόλις είδε το ελάφι της ήρθε μια αρκετά τρελή ιδέα στο μυαλό και αποφάσισε να την δοκιμάσει. Απαρατήρητη απ’ όλους, έφυγε από το μονοπάτι, κρύφτηκε πίσω από κάτι δένδρα και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε άρχισε να πλησιάζει προς το ελάφι.

Την ίδια στιγμή, τα δυο ξωτικά, βλέποντας ότι οι άνθρωποι ήταν φιλικοί απέναντι στο χάλφλινγκ, έκαναν την εμφάνιση τους επιφυλακτικά. Ο Γουέλορντ και η Μπρουχίλντα ξαφνιάστηκαν με την παρουσία τους και ειδικά με το ένα από αυτά που κρατούσε ένα τεντωμένο τόξο. Αμέσως ο Γουέλορντ έκανε ένα βήμα πίσω και η Μπρουχίλντα έσφιξε στην χούφτα της την λαβή από το τσεκούρι.

«Ποιοι είστε και τι γυρεύετε στο δάσος;», τους ρώτησε η Κάιλσαρ ως επικεφαλής της φρουράς του δάσους.

«Είμαστε ταξιδιώτες», της απάντησε ο Γουέλορντ στην γλώσσα των ξωτικών και η Κάιλσαρ τον κοίταξε όλο έκπληξη. Ελάχιστοι άνθρωποι ήξεραν να την μιλάνε.

«Και που πάτε;», συνέχισε τις ερωτήσεις προσπαθώντας να κρατήσει την αυστηρότητά της.

«Ψάχνουμε να βρούμε ένα μέρος. Να εδώ στο χάρτη το έχω σημειώσει. Μπορείτε να το ελέγξετε αν θέλετε», της είπε εκείνος και της έτεινε το χάρτη του.

Η Κάιλσαρ χαμήλωσε το τόξο και πιάνοντας τον χάρτη διαπίστωσε ξαφνιασμένη ότι το μέρος που πήγαιναν οι δυο άγνωστοι ήταν το ίδιο που πήγαιναν και εκείνες. Η Βικτώρια εμφάνισε και τον δικό τους χάρτη και τον έβαλε δίπλα στον άλλον. Ήταν ίδιοι, μέχρι και το σημείο που πήγαιναν ήταν ίδιο.

«Γιατί θέλετε να πάτε εκεί;» τους ρώτησε η Κάιλσαρ αφήνοντας στην άκρη κάθε αυστηρότητα.

«Θέλουμε να σταματήσουμε μια αρρώστια που έχει ξεσπάσει», άρχισε να της εξηγεί ο Γουέλορντ, «Από τα στοιχεία που έχω συλλέξει, έχω διαπιστώσει ότι έχει ξεκινήσει από εκείνο το μέρος».

«Έχετε χάσει κάποιον αγαπημένος σας από αυτή την αρρώστια;» τους ρώτησε η Βικτωρία.

«Πολλούς γενναίους πολεμιστές», μουρμούρισε με λύπη η Μπρουχίλντα.

«Έχουμε χάσει παιδιά που αποτελούσαν ένα λαμπρό μέλλον για την φυλή μας και γυναίκες δυνατές και ατρόμητες μπροστά στον κίνδυνο. Έχουν χαθεί η ελπίδα και το χαμόγελο από τα πρόσωπά των αγαπημένων μας ανθρώπων», συνέχισε ο Γουέλορντ την φράση της Μπρουχίλντα και η Βικτώρια έμεινε να τον κοιτάει μαγνητισμένη. Καταλάβαινε τον πόνο στην φωνή του. Τον ίδιο ένιωθε και εκείνη και την ίδια λαχτάρα είχε, να δοθεί ένα τέλος σε όλο αυτό το κακό.

«Και εμείς στην ίδια κατάσταση βρισκόμαστε», εξομολογήθηκε η Βικτώρια επιστρέφοντας τον χάρτη στον Γουέλορντ, «Στο ίδιο μέρος με εσάς πηγαίνουμε, για να σταματήσουμε το κακό που έχει δημιουργηθεί».

Εκείνη την στιγμή η Σοράγια βρέθηκε πίσω από το ελάφι και βγάζοντας ένα στιλέτο από την τσάντα της, το πλησίασε απειλητικά. Εκείνο σαν να διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, κοίταξε προς τα πίσω και βλέποντας την Σοράγια, αγρίεψε και σηκώνοντας τα πισινά του πόδια την κλώτσησε με δύναμη. Εκείνη δέχτηκε το χτύπημα σαν να το περίμενε, τινάχτηκε πάνω σε ένα δένδρο και στην συνέχεια έπεσε αναίσθητη στο έδαφος. Το χάλφλινγκ τρομαγμένο έφυγε από την ράχη του ελαφιού και σκαρφάλωσε πάνω σε ένα δένδρο. Όλοι ξαφνιασμένοι γύρισαν και κοίταξαν το ζώο και στην συνέχεια την Σοράγια που κείτονταν στην ρίζα ενός δένδρου. Η Κάιλσαρ αμέσως γέμισε με θυμό και την σημάδεψε με το τόξο της.

«Μην την χτυπήσεις», την σταμάτησε ο Γουέλορντ, «είμαι σίγουρος ότι δεν ήθελε να κάνει κακό στο ελάφι». Πήγε κοντά στην Σοράγια, γονάτισε δίπλα της για να δει αν έχει σφυγμό.

«Είναι ζωντανή;», τον ρώτησε η Μπρουχίλντα.

«Ναι απλά είναι χτυπημένη», της απάντησε εκείνος και έβαλε τα χέρια του πάνω στο σημείο, που είχε χτυπήσει στο δένδρο.

«Ξέρεις να κάνεις ξόρκι γιατρειάς;», τον ρώτησε εντυπωσιασμένη η Βικτώρια.

Ο Γουέλορντ γύρισε να της απαντήσει. Εκείνη την στιγμή η Σοράγια άνοιξε τα μάτια της και με επιδεξιότητα ελαφροχέρη, πέρασε το χέρι της μέσα από το ράσο και δίχως να καταλάβει τίποτα εκείνος του έκλεψε το ημερολόγιο. Το έκρυψε βιαστικά κάτω από την κάπα της και μετά από λίγο προσποιήθηκε ότι συνερχόταν. Το σχέδιό της μόλις είχε στεφθεί με επιτυχία.

«Τι συνέβη;» ρώτησε πιάνοντας το κεφάλι της, τάχα ζαλισμένη.

«Σε χτύπησε ένα ελάφι», της απάντησε η Μπρουχίλντα, «Όχι και τόσο δυνατά απ’ ότι φαίνεται», μουρμούρισε στον εαυτό της αλλά η Βικτώρια την άκουσε και γέλασε από μέσα της.

«Τι γύρευες κοντά του;» απόρησε ο Γουέλορντ.

«Νόμισα ότι το χάλφλινγκ γύρισε με ενισχύσεις για να μας επιτεθεί και θέλησα να το αιφνιδιάσω για να σας προστατέψω», είπε η Σοράγια και στην συνέχεια αντίκρισε τα δύο ξωτικά, «Αλλά μάλλον έκανα λάθος». Σηκώθηκε όρθια και τίναξε τα ρούχα της. «Μιας και όλα είναι εντάξει λοιπόν, τι λέτε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας», πρότεινε κοιτώντας τους συνταξιδιώτες της.

«Σοράγια είμαστε πολύ τυχεροί γιατί και ξωτικά πάνε στο ίδιο μέρος με εμάς», αναφώνησε όλο χαρά ο Γουέλορντ.

«Ναι, αλλά απ’ ότι φαίνεται εσείς πηγαίνετε λάθος», τους είπε η Βικτώρια, «το μέρος που ψάχνετε είναι από την άλλη πλευρά».

«Αποκλείεται», της αντιμίλησε η Σοράγια, «Το ξέρω πάρα πολύ καλά το δάσος. Ο δρόμος είναι από δω».

«Μα είστε τελείως αντίθετα», πετάχτηκε η Κάιλσαρ.

«Γουέλορντ μην τις ακούς», γύρισε και του είπε η Σοράγια. «Θα εμπιστευτείς δυο άγνωστες ή εμένα που είμαι η οδηγός σας; Όπως είδες και πριν, μια χαρά σας πήγα στο χωριό που θέλατε, το ίδιο θα κάνω και τώρα».

«Τα ξωτικά όμως έχουν τον ίδιο χάρτη με εμάς», της απάντησε η Μπρουχίλντα, «Και το χωριό από θέμα τύχης το βρήκαμε».

Η Σοράγια την αγνόησε και κοίταξε επίμονα τον Γουέλορντ.

«Έχουμε την ίδια αποστολή με τα ξωτικά», αποκρίθηκε εκείνος «μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω».

«Κι αν δεν ξέρουν;», του έβαλε το δίλλημα η Σοράγια. «Εσύ ο ίδιος είπες ότι η βοήθεια μου είναι πολύτιμη γι’ αυτή την αποστολή, άρα πρέπει να με ακούσεις σωστά; Ειδάλλως θα αναγκαστώ να σας αφήσω και να φύγω».

Ο Γουέλορντ δεν ήξερε τι να επιλέξει. Γύρισε και κοίταξε την Μπρουχίλντα, η οποία ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Ήταν προφανές ότι δεν την ένοιαζε αν η Σοράγια θα συνέχιζε μαζί τους ή θα έφευγε. Τα ξωτικά είχαν προτιμήσει να μην πάρουν θέση σε όλη αυτή την συζήτηση. Ήταν κάτι που αφορούσε εκείνους. Η Σοράγια από την άλλη παρακαλούσε από μέσα της να επιλέξει ο ιερέας τα ξωτικά έτσι ώστε να φύγει εκείνη ανενόχλητη. Μέχρι να έπαιρνε χαμπάρι ότι του είχε κλέψει το ημερολόγιο, εκείνη θα ήταν ήδη πολύ μακριά. Ο Γουέλορντ έχοντας πάρει μια απόφαση στράφηκε ξανά προς το μέρος της για να της απαντήσει, όμως δεν πρόλαβε.

Ένα βέλος πέρασε πάνω από το κεφάλι του και πέτυχε στην κοιλιά το χάλφλινγκ που καθόταν σε ένα κλαδί και παρακολουθούσε την συζήτηση. Εκείνο γούρλωσε τα μάτια του και χάνοντας την ισορροπία του έπεσε στο έδαφος αιμορραγώντας.

Συνεχίζεται…

Making the world a better place through constructing elegant hierarchies.