Sokratis

Sokratis

DnD Stories: The Wanderers (Book 1, Chapter 4)

Κεφάλαιο 4: Απελευθέρωση, Θάνατος, Αναγέννηση

Η Μπρουχίλντα υπολογίζοντας από την θέση του ήλιου πόση ώρα είχε περάσει από την στιγμή που η Κάιλσαρ και η Σοράγια μπήκαν στην πόλη, αποφάσισε να δράσει. Βγαίνοντας από την κρυψώνα της, πλησίασε την πύλη και κοίταξε προς την μεριά που ήταν αιχμάλωτα τα ξωτικά. Υπήρχα αρκετά Τρολς που τα φρουρούσαν. Δεν θα ήταν εύκολο να πλησιάσει χωρίς να την δουν. Ίσως να έστελνε το χάλφλινγκ να τραβήξει την προσοχή των φρουρών. Δεν ήταν κακή ιδέα. Γύρισε προς το μέρος του και του έκανε νόημα ότι πρέπει να μπουν στην πόλη. Εκείνο όμως έμεινε να την κοιτάει χωρίς να πολυκαταλαβαίνει. «Έλα εδώ!» του ψιθύρισε κουνώντας το χέρι της. «Πρέπει να χτυπήσουμε τα Τρολς», του είπε μόλις πήγε κοντά της, αλλά μόνο αυτό δεν κατάλαβε το χάλφλινγκ. «Ώρα να κυνηγήσουμε κουνέλια», ήταν αυτό που αντιλήφθηκε και γουρλώνοντας τα μάτια του έψαξε να βρει κάποιο πιθανό θήραμα.
Προς μεγάλη του χαρά, είδε ένα κλουβί με κουνέλια στην αντίθετη πλευρά από τα ξωτικά και αρπάζοντας τον διπλό πέλεκυ από την ζώνη της Μπρουχίλντα, άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας κατά πάνω του. «Καταραμένο Χάλφλινγκ», σκέφτηκε εκείνη, που το άφησε να την αιφνιδιάσει και να της πάρει το αγαπημένο της όπλο. Εκείνο σπάζοντας το καλαμένιο πορτάκι του κλουβιού, προσπάθησε να πιάσει μερικά από τα κουνέλια όμως αυτά με γρήγορα αλματάκια του ξεγλίστρησαν και εκείνο τα πήρε στο κυνήγι. Ένα Τρολ βλέποντάς το ξεχύθηκε στο κατόπι του για να το πιάσει, όμως το χάλφλινγκ ήταν αρκετά γρήγορο για να πιαστεί. Μερικά από τα Τρολς που ήταν εκεί ξέσπασαν σε γέλια και έμεινα να παρακολουθούν με ενδιαφέρον το κυνηγητό.
Τότε η Μπρουχίλντα δράττοντας την ευκαιρία, έτρεξε προς την μεριά των αιχμαλώτων. Με το σπαθί της έκοψε το λαιμό ενός φύλακα. Έπειτα πηγαίνοντας από την άλλη μεριά της περίφραξης που ήταν τα ξωτικά, σκότωσε και τον δεύτερο φύλακα.
«Γιατί βρίσκεστε εδώ;» ρώτησε τα ξωτικά στην γλώσσα τους, προσπαθώντας να ανοίξει την περίφραξη για να τα ελευθερώσει. Τελικά τα ξωτικά ήταν πολλά περισσότερα από αυτά που φαίνονταν από την πύλη.
«Πως ξέρεις την γλώσσα μας;» την ρώτησε ένα σαστισμένο.
«Είμαστε ταξιδιώτες που έτυχε να συναντήσουμε στο ταξίδι μας δυο ξωτικά», τους απάντησε εν τάχει. Άνοιξε την περίφραξη και βάλθηκε να λύνει τα ξωτικά από τα δεσμά τους.
«Εμάς, εισέβαλαν στο χωριό μας τα Τρολς και μας αιχμαλώτισαν. Κάποιους από την φυλή μας τους έχουν πάει ήδη σε αυτή την μεγάλη πυραμίδα», της απάντησε ένα άλλο ξωτικό.
«Θα σας ελευθερώσω από δω αλλά θα…»
«Πρόσεχε! Πίσω σου…» την διέκοψε ένα ξωτικό και η Μπρουχίλντα γυρίζοντας πίσω της κάρφωσε το σπαθί της στο στέρνο ενός Τρολ που ερχόταν κατά πάνω της. Τα ξωτικά έδειξαν ενθουσιασμένα με τις πολεμικές της ικανότητες.
«Αν κάποιος ξέρει από όπλα ας με ακολουθήσει για να ελευθερώσουμε κι αυτούς που βρίσκονται μέσα στην πυραμίδα, οι υπόλοιποι τρέξτε προς εκείνη την πύλη και κρυφτείτε στο δάσος», τους είπε η Μπρουχίλντα καθώς τα έλυνε. Στην αρχή κανείς δεν της απάντησε. «Ποιοι ξέρουν από όπλα;» τους ρώτησε.
«Εγώ! Εγώ!» άρχισαν να λένε μερικά ξωτικά σηκώνοντας τα χέρια τους.
«Ωραία! Όσοι μπορείτε πάρτε τα όπλα από τα νεκρά Τρολς και βγάλτε τα υπόλοιπα ξωτικά από την πόλη. Εγώ θα χρειαστώ τρεις να έρθουν μαζί μου στην πυραμίδα».
 
Το κυνηγητό του χάλφλινγκ και του Τρολ συνεχιζόταν ακόμα μέχρι που κάποια στιγμή το Τρολ κέρδισε έδαφος και γράπωσε το χάλφλινγκ από τα μαλλιά και έτοιμο ήταν να του σπάσει το κεφάλι, όταν από το πουθενά πετάχτηκε ένα μυτερό ακόντιο πετυχαίνοντας το Τρολ στο λαιμό. Εκείνο έβγαλε έναν επιθανάτιο ρόγχο και έπεσε στο έδαφος νεκρό. Το χάλφλινγκ κοιτώντας πίσω του απορημένο είδε μια μεγάλη ομάδα ξωτικών να τρέχουν προς την πύλη ενώ τέσσερα Τρολς να προσπαθούν να τα περικυκλώσουν. Εκνευρισμένο εκείνο άρχισε να τρέχει προς το μέρος των Τρολς. Ένα από αυτά σε μια στιγμή έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του μια καλαμένια σφυρίχτρα, μάλλον για να καλέσει ενισχύσεις. Το χάλφλινγκ θέλοντας να τον χτυπήσει, του πέταξε τον διπλό πέλεκυ όμως δεν υπολόγισε σωστά το βάρος και το όπλο πέρασε μπροστά από το Τρολ και καρφώθηκε σχεδόν δίπλα στην Μπρουχίλντα.
«Αυτό χρειαζόμουν», αναφώνησε χαρούμενη η Μπρουχίλντα. Τελικά οι θρύλοι του λαού της ήταν αληθινοί, συλλογίστηκε. Ένας έλεγε: «Στην ύστατη ώρα της ανάγκης το όπλο ενός Βίκινγκ όπου κι αν βρίσκεται, όποια χέρια κι αν το κρατούν, παίρνει ζωή και φεύγει, φτερά βγάζει και πετά, να βρει τον ιδιοκτήτη του».
Το Τρολ, βλέποντας τον πέλεκυ να περνά ξυστά από μπροστά του, είχε μείνει παγωμένο με την σφυρίχτρα στο χέρι. Στην συνέχεια γυρνώντας το κεφάλι στα δεξιά, είδε το μικρό χάλφλινγκ.
«Εσύ πήγες να με χτυπήσεις καταραμένη μαϊμού;» το ρώτησε στην γλώσσα του.
Το χάλφλινγκ έκπληκτο συνειδητοποίησε ότι καταλάβαινε τι του έλεγε, σαν να την γνώριζε την γλώσσα που του μιλούσε αυτό το άσχημο πλάσμα και στην συνέχεια νευρίασε που το αποκάλεσε κάποιος μαϊμού. Μουγκρίζοντας όλο θυμό όρμησε κατά πάνω του και με την φόρα που είχε του έχωσε μια κλωτσιά στην μούρη σπάζοντάς του τον αυχένα. Αμέσως δυο Τρολς ήρθαν προς το μέρος του. Το χάλφλινγκ δίχως να διστάσει, αφού αποτελείωσε το ένα του θήραμα, τους επιτέθηκε. Το ένα Τρολ το γράπωσε από την μούρη και άρχισε να του δαγκώνει τα μάγουλα και την μύτη με λύσσα άγριου θηρίου ενώ το δεύτερο Τρολ το πέτυχε ένα ακόντιο στην πλάτη που πέταξε ένα ξωτικό. Του έδωσε μια κλωτσιά και το χάλφλινγκ και το δεύτερο Τρολ σωριάστηκε νεκρό. Το πρώτο το είχε αφήσει χωρίς μύτη και μάτια και παίρνοντας το ακόντιο από την πλάτη του άλλου Τρολ, το αποτελείωσε καρφώνοντάς το στο κεφάλι. Ξάφνου, ένα τρίτο Τρολ εμφανίστηκε πάνω σε ένα δένδρο και πηδώντας στο έδαφος, πλησίασε απειλητικά προς το μέρος του κρατώντας ένα τσεκούρι στο χέρι του. Το χάλφλινγκ θέλοντας να του ξεφύγει ανέβηκε σε ένα άλλο δένδρο, όμως το Τρολ το ακολούθησε. Σε μια στιγμή απελπισίας, βλέποντας ότι τα κλαδιά του δένδρου λέπταιναν, έπεσε πάνω στο Τρολ και με τα πόδια του κλώτσησε το χέρι που κρατούσε το τσεκούρι. Το Τρολ από το χτύπημα γλίστρησε και έπεσε με την πλάτη στο έδαφος. Το χάλφλινγκ όρμησε με λύσσα στο χέρι του και με τα δόντια του τού έκοψε δύο δάχτυλα, το Τρολ ούρλιαξε από τον πόνο και καθώς έκανε να σηκωθεί, δέχτηκε δυο ακόντια στην πλάτη από δυο ξωτικά και πέθανε πριν καν το καταλάβει. Το χάλφλινγκ γρύλισε προς το πτώμα, του πήρε το τσεκούρι και νιώθοντας κουρασμένος από τόση μάχη χώθηκε στην κουφάλα ενός δένδρου.  
 
Η Μπρουχίλντα με άλλα τρία ξωτικά είχαν φύγει από το σημείο που πάλευε το χάλφλινγκ και είχαν φτάσει στο πλάι της πυραμίδας. Τα ξωτικά αμέσως, πιο αεικίνητα από εκείνη είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στα τοιχώματα και εκείνη να τα ακολουθεί από πίσω προσευχόμενη στους Θεούς να φτάσουν εγκαίρως. Αυτό όμως που συνέβαινε μέσα στο Ζιγκουράτ ούτε που μπορούσε να το φανταστεί.
Παντού υπήρχαν αναμμένες φωτιές για να φωτίζουν τον χώρο, τα Τρολς κραύγαζαν παθιασμένα και χτύπαγαν τα πόδια τους στο έδαφος. Η Βικτώρια και ο Γουέλορντ συνέχιζαν να είναι ακόμα δεμένοι πάνω στην ξύλινη κατασκευή τους και με φρίκη κοιτούσαν αυτά που έκαναν κάποια Τρολς ντυμένα με πολεμικά ρούχα και μάσκες στα ξωτικά. Στην αρχή είχαν πάρει ένα από κάθε πλευρά, τα είχαν φέρει κοντά στην ορθογώνια γούρνα και με κοφτερά μαχαίρια τους έκοψαν τους λαιμούς και έριξαν το αίμα τους μέσα. Η Βικτώρια βλέποντας αυτό το αποτρόπαιο θέαμα είχε ξεσπάσει σε κλάματα, όμως οι λυγμοί καλύπτονταν από τις ψαλμωδίες των Τρολς.
Το ίδιο σοκαρισμένη κοιτούσε το θέαμα και η Κάιλσαρ από ψηλά. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να συνεχιστεί αυτή η σφαγή ξωτικών. Κάνοντας νόημα στην Σοράγια να προχωρήσουν άρχισε να κατεβαίνει στο επόμενο επίπεδο. 
Ακολουθώντας από πίσω η Σοράγια, μέσα της διασκέδαζε ο παλιός της εαυτός και σχεδόν κορόιδευε τον νέο και προσωρινό της που βίωνε το αλλόκοτο αίσθημα του φόβου. Μια απροσδιόριστη δύναμη την παρακινούσε να προκαλέσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αναστάτωση. Τα άκρα της τα ένιωθε μυρμηγκιασμένα από την λαχτάρα να δημιουργήσει χάος. Η απελπιστικά βαρετή καθημερινότητα της Νέσμε την είχε κάνει μαλθακή, σχεδόν υποτονική. Τώρα όμως αυτή η ξαφνική τροπή που είχε πάρει η θεωρητικά εύκολη ληστεία της, της είχε ξυπνήσει ένστικτα και επιθυμίες που χρόνια τώρα είχαν βυθιστεί σε λήθαργο. Ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να τρέξει στην άκρη του εξώστη και να φωνάξει στα Τρολς ότι υπάρχουν και άλλοι ανεπιθύμητοι επισκέπτες στην πόλη τους και ύστερα να απολαύσει το κυνηγητό της ομάδας της. Ήθελε να βγουν από τα δάχτυλά της γαμψά νύχια και να σκαρφαλώσει στους τοίχους και στις πανάρχαιες κολόνες του Ζιγκουράτ και να σπείρει τον τρόμο με την μορφή της. Τα κόκκινα μάτια της όμοια με ρευστή λάβα θα διείσδυαν στα πιο κρυφά σημεία των ψυχών όλων, οι φολίδες της θα γυάλιζαν από το δηλητήριο που θα έσταζαν, τα κοφτερά της δόντια θα μπήγονταν σε σάρκες και θα τις ξέσκιζαν σαν κουρέλια, η τεράστια ουρά της σαν όπλο φονικό θα ρήμαζε το πάντα στο πέρασμα της και τα φτερά της ανοιχτά σε όλο τους το μεγαλείο θα έκρυβαν το φως του ήλιου και θα έφερναν την παγωμένη αγκαλιά του θανάτου. Ρήγος διαπέρασε το κορμί της στην τόσο ζωντανή θύμηση του άλλοτε εαυτού της. Θυμήθηκε την άσβεστη φωτιά που έβραζε στα σωθικά της και τον πόνο που προκαλούσε όταν την εξαπέλυε σε όποιον της έκανε κέφι.
Ακροβατώντας στο πρεβάζι του τοίχου λίγα πέτρα πίσω από την Κάιλσαρ, σαν λιγούρα πεινασμένου ζώου ένιωσε την επιθυμία να απανθρακώσει το ντελικάτο και εύθραυστο στο μάτι, κορμί αυτού του ξωτικού. Πείνα ήταν αυτό! Η Σοράγια πεινούσε για καταστροφή. Τόσα χρόνια ζώντας στην απόλυτη στέρηση, έψαχνε τρόπο να ελευθερωθεί, με μόνη ικανοποίηση τα αποφάγια που άφηνε πίσω της από τους περιστασιακούς της φόνους. Αυτή η περιπέτεια ήταν ένα ξαφνικό ξύπνημα μέσα σε παγωμένο νερό. Έπρεπε να την σκοτώσει την Κάιλσαρ και την Βικτώρια και τον Γουέλορντ και τα Τρολς και το χάλφλινγκ και την Μπρουχίλντα. Το κεφάλι της είχε μουδιάσει και τα μάτια της γυάλιζαν ηδονικά. Η φωτιά της πάλευε να αναζωπυρωθεί και πάλι. Δεν είχε ανάγκη από ανούσια μαγικά ξόρκια. Μόνη της θα έλυνε την κατάρα της. Μόνη θα κυριαρχούσε ξανά και θα έφερνε το τρόμο γύρω της. Μόνη! Ούρλιαξε μες το κεφάλι της και πήδηξε μπροστά λες και νόμιζε ότι είχε την δύναμη να πετάξει ξανά.
Ένα μόνο στραβοπάτημα όμως αρκεί για να καταβαραθρώσει οποιαδήποτε αλαζονική αυτοπεποίθηση. Σαν ξεραμένος πάπυρος, οι πέτρινες πλάκες στο σημείο που προσγειώθηκε η Σοράγια έσπασαν και υποχωρώντας αποκάλυψαν ένα τεράστιο κενό από κάτω τους. Σαν ένα απύθμενο πηγάδι που είχε καλυφθεί πρόχειρα και η Σοράγια δίχως την δύναμη να πετάξει με τα τρομερά φτερά της, δίχως τα γαμψά της νύχια για να γραπωθεί από κάπου, ένιωσε το σώμα της να πέφτει σε αυτό το πηγάδι που για πάτο δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από αβυσσαλέο σκοτάδι. Τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη και μάταια κοιτούσαν γύρω τους απεγνωσμένα για κάποια σανίδα σωτηρίας. Και τότε ο χρόνος πάγωσε και η Σοράγια μετέωρη και ακινητοποιημένη στο κενό είδε εικόνες που πίστευε ότι είχε θάψει βαθιά στην μνήμη της. Είδε εικόνες δόξας, είδε τους προγόνους της, είδε τα θύματά της, είδε την καταδίκης της. «Ρογιάσα», άκουσε το πραγματικό της όνομα, «Διασύρεις στον βούρκο την τιμή μας και ντροπιάζεις το είδος μας. Ο σκοπός της ύπαρξής σου δεν είναι να καταχράσαι την απεριόριστη δύναμή σου. Αν δεν μπορείς να την ελέγξεις δεν έχουμε παρά να σου την αφαιρέσουμε», ήταν ο αρχηγός του είδους της που της μιλούσε με την βαθιά, απόκοσμα θεϊκή, φωνή του. Μπορούσε να αισθανθεί την τραχιά ουρά του να τυλίγεται γύρω της και να την ακινητοποιεί στο πάτωμα μια κρύας σπηλιάς. «Μαγάρισες το όνομα της οικογένειας σου. Έκανες τους ανθρώπους να πάψουν να μας σέβονται και να επιθυμούν την πτώση μας. Γι’ αυτό δεν μένει τίποτα άλλο παρά να τιμωρηθείς. Θα ταπεινωθείς στον έσχατο βαθμό χάνοντας την φυσική σου υπόσταση και τις δυνάμεις σου και φυλακίζοντας την ψυχή σου σε ανθρώπινο σώμα θα υποχρεωθείς να ζήσεις ως θνητός με όλα τα ελαττώματα που επιφέρει η μορφή του. Και μόνο όταν καταλάβεις αληθινά το λάθος σου και νιώσεις έτοιμος, θα μπορέσεις να γυρίσεις ξανά κοντά μας». Η φωνή ενός μάγου αντικατέστησε την προηγούμενη φωνή και η Σοράγια βίωσε για ακόμα μια φορά τον αφόρητο πόνο από την αλλαγή και την συρρίκνωση του σώματός της. Και από ένα πανίσχυρο πλάσμα κατέληξε μια γυναικεία φιγούρα που αιμορραγούσε κάθε μήνα από μια πληγή που ποτέ δεν έκλεινε ανάμεσα στα πόδια της. Άραγε τι σήμαινε αυτή η πτώση; Απελευθέρωση ή ολοκληρωτική εξαφάνιση; Ο χρόνος ξεπάγωσε και μια απίστευτη δίνη την τράβηξε προς τα κάτω κάνοντας την να ουρλιάξει ενστικτωδώς.
Κρυμμένη στην καμπύλη της σκάλας είδε φρουρούς που φορούσαν κάποια δερμάτινα αξεσουάρ πάνω τους με φτερά από πουλιά και μύτες βαμμένες σαν ράμφη. Η Κάιλσαρ έβγαλε ένα βέλος και το πέρασε στο τόξο της, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας έντονος θόρυβος, σαν να σπάνε πέτρες και στην συνέχεια μια κραυγή. Γυρνώντας το κεφάλι της από την άλλη έντρομη, είδε την Σοράγια να έχει γλιστρήσει σε ένα άνοιγμα της σκάλας και να πέφτει στο κενό. Έκανε να πάει προς το άνοιγμα αλλά με την άκρη του ματιού της είδε τους φρουρούς να πλησιάζουν έχοντας ακούσει τον θόρυβο. Δεν είχε πολύ χρόνο, έπρεπε να δράσει αστραπιαία. Τέντωσε το τόξο της και την στιγμή που εκσφενδόνισε το βέλος της, τα Τρολς την αντιλήφθηκαν και το απέφυγαν. Δύο από αυτά θέλοντας να αντεπιτεθούν της πέταξαν δύο ακόντια. Το ένα την χτύπησε στη δεξιά της πλευρά σκίζοντας το δέρμα ενώ το άλλο εξοστράκισε σε έναν τοίχο. Η Κάιλσαρ έπεσε στα σκαλοπάτια πίσω της και προσπαθώντας να συγκρατήσει την αυτοκυριαρχία της, έπιασε με το ένα της χέρι την πληγή που είχε ανοίξει και με το άλλο προσπάθησε να καλυφθεί. Τα Τρολς αμέσως κρύφτηκαν και χάθηκαν από το οπτικό της πεδίο. Εκείνη, ζαλισμένη από το χτύπημα, προσπάθησε να βγει μπροστά και πήγε στην άκρη της σκάλας για να δει που κρύφτηκαν. Ένα Τρολ της πέταξε ένα ακόντιο το οποίο χτύπησε στο έδαφος όμως ήταν αρκετό για να δείξει στην Κάιλσαρ που ήταν κρυμμένος ο αντίπαλος της. Σήκωσε το τόξο της και με μία εύστοχη βολή πέτυχε το Τρολ στο κεφάλι. Αμέσως δύο ακόμα Τρολς εμφανίστηκαν μπροστά της. Η Κάιλσαρ άλλαξε πορεία και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, όμως και πάλι έπεσε πάνω σε άλλα Τρολς. Ένα από αυτά που συνάντησε πήγε να την χτυπήσει με το τσεκούρι του στο θώρακα αλλά η Κάιλσαρ πρόλαβε να του ξεφύγει, εκείνο εκνευρισμένο πέταξε το τσεκούρι του κατά πάνω της αλλά ευτυχώς χτύπησε στον τοίχο δίπλα της και έπεσε κάτω. «Ανάθεμά σε Σοράγια! Ακόμα και στο θάνατό σου φασαρία προκάλεσες», μουρμούρισε η Κάιλσαρ προσπαθώντας να βρει ένα μέρος να κρυφτεί.
Από κάτω, τα Τρολς με την πολεμική αμφίεση έφεραν κοντά στην γούρνα άλλα δυο ξωτικά και αφού τους έκοψαν τους λαιμούς τα κρέμασαν από σουβλερά τσιγκέλια για να στραγγίξει όλο το αίμα από μέσα τους. Η Βικτώρια βρισκόταν σε κατάσταση παράκρουσης. Έκλαιγε, ούρλιαζε, χτυπιόταν όμως κανείς δεν της έδινε σημασία και ο Γουέλορντ αν και δίπλα της, ήταν ανήμπορος να την βοηθήσει.
 
Το χάλφλινγκ έχοντας ξεκουραστεί, βγήκε από την κουφάλα του δένδρου και κοίταξε γύρω για να δει που είχαν πάει οι υπόλοιποι. Άραγε αυτή η μεγαλόσωμη γυναίκα που του έλεγε να κυνηγήσουν κουνέλια που να είχε πάει; Οσμίστηκε για λίγο τον αέρα μήπως πιάσει κάποια μυρωδιά και άρχισε να κατευθύνεται προς το Ζιγκουράτ. Αυτό το θεόρατο κτήριο είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του και φτάνοντας προς τα κει, μια γνώριμη μυρωδιά αντιλήφθηκε πάνω στις πέτρες. Λες να είχαν μπει οι φίλοι του εκεί μέσα; Συλλογίστηκε καθώς σκαρφάλωνε.
Αρκετά μέτρα πιο πάνω, η Μπρουχίλντα είχε βρει ένα παράθυρο και προσπαθούσε να μπει μέσα όταν ξαφνικά είδε την Κάιλσαρ να περνάει από μπροστά της χωρίς να την δει και από πίσω της κάποια Τρολς να την κυνηγάνε. Δίχως δεύτερη σκέψη, άρπαξε τον διπλό πέλεκυ και το πρώτο που πέρασε από μπροστά της το αποκεφάλισε. Δύο Τρολς που ήταν μαζί του, αντιλήφθηκαν αμέσως την Μπρουχίλντα και σηκώνοντας τα ακόντια τους όρμησαν προς το μέρος της. Αυτή η αλλαγή όμως έδωσε πλεονέκτημα στην Κάιλσαρ, η οποία βγάζοντας το σπαθί της γύρισε πίσω και με μια κίνηση ακριβείας έκοψε το κεφάλι του ενός. Το άλλο μην ξέροντας σε ποια από της δύο να επιτεθεί, δεν πρόλαβε να αντιδράσει και δέχτηκε ένα θανάσιμο χτύπημα από την Μπρουχίλντα.
Περνώντας το παράθυρο η Μπρουχίλντα, διαπίστωσε ότι κάποιος την είχε καρφώσει άσχημα στο μπράτσο. Η Κάιλσαρ, με όσα είχε μάθει από την Βικτώρια προσπάθησε να της γιατρέψει το χέρι και στην συνέχεια να γιατροπορήσει και την πληγή της στα πλευρά.
«Τι γίνεται εδώ πέρα; Έχεις βρει τον Γουέλορντ και την Βικτώρια;» ήταν η πρώτη κουβέντα της Μπρουχίλντα.
«Τους έχουν δεμένους πάνω σε κάτι ξύλινους πασσάλους και τους ετοιμάζουν για θυσία. Για την ώρα μόνο ξωτικά θυσιάζουν», της απάντησε η Κάιλσαρ και η φωνή έσπασε στο τέλος από πίκρα και στεναχώρια.
«Θα τους σώσουμε όλους. Μην ανησυχείς», προσπάθησε να την παρηγορήσει η Μπρουχίλντα πιάνοντάς την από τον ώμο και κοιτώντας γύρω της μια απορία σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. «Η Σοράγια που είναι;»
«Μάλλον πέθανε», απάντησε απαξιωτικά η Κάιλσαρ, «Έπεσε σε ένα κενό της σκάλας. Αποκλείεται να έχει επιζήσει από την πτώση».
«Τι άδοξο τέλος που είχε», αποκρίθηκε η Μπρουχίλντα, μη νιώθοντας ούτε λύπη ούτε χαρά. «Τόσα μας έκανε, από τόσα Τρολς επέζησε και τελικά σκοτώθηκε από δικιά της βλακεία. Απίστευτο».
Εκείνη την στιγμή μπήκαν από το παράθυρο τα ξωτικά που ακολουθούσαν την Μπρουχίλντα, τα οποία είχα προσπεράσει το παράθυρο κατά την άνοδο τους. Από πίσω τους εμφανίστηκε και το χάλφλινγκ, το οποίο τους έριξε μια ματιά και στην συνέχεια αγνοώντας τις τελείως προχώρησε προς τα μπροστά.
«Καλύτερα να το ακολουθήσουμε, μην κάνει καμιά βλακεία», πρότεινε η Κάιλσαρ και σηκώνοντας το τόξο της ακολούθησε το χάλφλινγκ. Κραυγές ακούγονταν από κάτω και κοιτώντας από ένα εσωτερικό μπαλκόνι είδε με θλίψη ότι μέχρι στιγμής είχαν θυσιαστεί οχτώ ξωτικά με τα σώματά τους να κρέμονται άψυχα πάνω από την γούρνα. Αν αργούσαν κι άλλο δεν θα προλάβαιναν να σώσουν κανένα.
Κατέβηκαν ακόμα ένα επίπεδο με το χάλφλινγκ να προχωρά μπροστά κορδωμένο νομίζοντας ότι ήταν ο αρχηγός και όποιο Τρολ έβρισκαν το σκότωναν επιτόπου. Για καλή τους τύχη όσοι φρουροί υπήρχαν στα επίπεδα του Ζιγκουράτ είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην θρησκευτική τελετή. Κατέβηκαν κι άλλο επίπεδο και με τρόμο είδαν ότι είχαν μείνει ακόμα δύο ξωτικά πριν η προσοχή όλων στραφεί στον Γουέλορντ και την Βικτώρια. Αγχωμένοι όλοι να προλάβουν το κακό κατέβηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στο ισόγειο, το οποίο ήταν πλημμυρισμένο από Τρολς. Κρατώντας την ανάσα τους από φόβο μη τους αντιληφθούν κρύφτηκαν στην εσοχή ενός τοίχου προκειμένου να σκεφτούν την επόμενη κίνησή τους. Η Κάιλσαρ έχοντας ανέβει σε μια πέτρα που προεξείχε στον τοίχο προσπάθησε να κοιτάξει πάνω από τα κεφάλια των Τρολς για να υπολογίσει πόσο μακριά από εκείνους ήταν ο ιερέας και η Βικτωρία.
Μέσα σ’ όλα, την προσοχή της την τράβηξαν κάτι περίεργα χαράγματα στο πάτωμα που σχημάτιζαν ένα μεγάλο τρίγωνο που οδηγούσε σε ένα σημείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη περίτεχνη σαρκοφάγος. Μα τι στο καλό ετοιμάζουν; Συλλογίστηκε προβληματισμένη αλλά απάντηση δεν πρόλαβε να δώσει. Ουρλιαχτά ακούστηκαν από το κέντρο του Ζιγκουράτ και τα δυο τελευταία ξωτικά που είχαν μείνει θανατώθηκαν και κρεμάστηκαν πάνω από την γούρνα. Τα ουρλιαχτά προέρχονταν από την Βικτώρια. Παραμορφωμένη από θυμό και πόνο, σπάραζε πάνω στο πάσσαλό της και πάλευε με νύχια και με δόντια να λυθεί από τα δεσμά της.
Ξάφνου ακτίνες ήλιου χύθηκαν πάνω από την γούρνα σαν καταρράκτης μπαίνοντας με ορμή από ένα άνοιγμα στην οροφή του Ζιγκουράτ. Ήχος από τύμπανα άρχισε να ακούγεται έντονα και όλα τα Τρολ έδειχναν να έχουν αφηνιάσει και με όλη τους την δύναμη φώναζαν στην γλώσσα τους λόγια ακατανόητα. Στην κορυφή της γούρνας εμφανίστηκε η γυναίκα Τρολ με τα κόκκινα μαλλιά φορώντας μια ξύλινη μάσκα στο πρόσωπό της και κρατώντας ένα κοφτερό μαχαίρι στα χέρια της. Έψελνε και αυτή και πλησίαζε με βήματα αργά προς τον Γουέλορντ και την Βικτώρια. Είχε φτάσει η ώρα της τελικής θυσίας. Από την άλλη μεριά της γούρνας στεκόταν ο σαμάνος έχοντας τα χέρια τους υψωμένα προς τα πάνω. Σαν να πήρε δύναμη, τα χαμήλωσε προς τα κάτω και από τα δάχτυλά του ξεπετάχτηκε ηλεκτρισμός. Το σκουροκόκκινο παχύρευστο υγρό της γούρνας κόχλασε και αναδεύτηκε μια στιγμή και στην συνέχεια μέσα από μια ρωγμή άρχισε να κυλά, σαν αίμα που τρέχει σε φλέβα και να πηγαίνει προς το τρίγωνο που είχε δει η Κάιλσαρ. Ο ηλεκτρισμός, σαν ζωντανός οργανισμός το ακολουθούσε από πίσω, λες και το προστάτευε αυτό το πολύτιμο υγρό και ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα φτάσει στον προορισμό του.
Μαγεμένο από το θέαμα, το χάλφλινγκ θέλησε να πάει κοντά στην ηλεκτρισμένη ρωγμή και περνώντας κάτω από τα πόδια των Τρολς, έτρεχε παράλληλά της και κάτι μέσα του τού έλεγε να πλησιάσει όλο και περισσότερο, μια άγρια παρότρυνση το παρακινούσε να απλώσει τα χέρια του και να το πιάσει.
Η γυναίκα Τρολ είχε σταθεί μπροστά από τον Γουέλορντ και με το μαχαίρι της να τον σημαδεύει συνέχιζε να ψέλνει στην γλώσσα της. Εκείνος ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή από τον φόβο. Μέχρι πριν λίγο πίστευε με όλη του την ψυχή ότι η παιδική του φίλη θα κατάφερνε να τους σώσει, όμως η Μπρουχίλντα δεν φαινόταν πουθενά. Η Βικτώρια δίπλα, σε παροξυσμό έκλαιγε με αναφιλητά και είχε ματώσει μάταια τα χέρια της πάνω στην προσπάθειά της να ελευθερωθεί. Έπρεπε να κάνει κάτι να την βοηθήσει. Να τους βοηθήσει. Ο ήχος των τυμπάνων του τρυπούσε τ’ αυτιά και τα μηνίγγια του τον πονούσαν. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή παλεύοντας να σκεφτεί κάτι που θα μπορούσε να τους σώσει. Και ξάφνου του ήρθε ένα ξόρκι στο μυαλό που είχε διαβάσει σε ένα παμπάλαιο μισοσβησμένο βιβλίο. Ήταν ένα ξόρκι διαταγής. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Δεν ήξερε τι αποτέλεσμα θα έφερνε, όμως ήταν η μόνη του ελπίδα. Άνοιξε αποφασιστικά τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στην γυναίκα Τρολ. Λέξεις απόκρυφες άρχισαν να βγαίνουν από το στόμα του σαν βέλη που είχαν βρει τον στόχο τους.
«Δεν σου μιλά κανείς παρά ο εαυτός σου και μόνος κυρίαρχος αυτός είναι του μυαλού σου, μόνη διαταγή σου δίνει, το εχθρό σου να σκοτώσεις», άκουσε μέσα στο κεφάλι της η γυναίκα Τρολ και άξαφνα το βλέμμα της θόλωσε, το μαχαίρι έπεσε από το χέρια της και εκείνη γυρνώντας απότομα προς την άλλη, σχημάτισε μια μπάλα φωτιά μέσα στις παλάμες της και την εξαπέλυσε πάνω στον σαμάνο. Έκπληκτος εκείνος την δέχτηκε με δύναμη στο στήθος και αμέσως τα ρούχα τυλίχτηκαν στις φλόγες.
«Μα τους Θεούς, τα κατάφερα», συλλογίστηκε με κρυφή ικανοποίηση ο Γουέλορντ όμως η χαρά του δεν κράτησε για πολύ. Σαν αντίποινα, ένα κύμα ηλεκτρισμού πέρασε πάνω από την γούρνα και τυλίγοντας την γυναίκα την σώριασε στο έδαφος.
Τα Τρολς που παρακολουθούσαν, έδειχναν να έχουν ταραχτεί από αυτή την απροσδόκητη εξέλιξη της τελετής τους. Οι δυο ιερείς πάλευαν μεταξύ τους και η διαδικασία καθυστερούσε. Εκμεταλλευόμενη αυτή την αναστάτωση η Κάιλσαρ έβγαλε το τόξο της και με μεγάλη ακρίβεια εξαπέλυσε ένα τόξο πάνω από τα κεφάλια των Τρολς που πήγε και καρφώθηκε στην ωμοπλάτη του σαμάνου. Εκείνος βγάζοντας μια κραυγή, περισσότερο έκπληξης παρά πόνου γονάτισε μπροστά σταματώντας τον ηλεκτρισμό που έστελνε στην γυναίκα. Εκείνη προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, άπλωσε τα χέρια της μπροστά και εκτόξευσε κατά πάνω του μια απόκοσμη μωβ ενέργεια. Εκείνος προσπαθώντας να την αποφύγει, γλίστρησε στο χείλος της γούρνας με αποτέλεσμα να βρεθεί ο μισός μέσα στο πολύτιμο υγρό της. Ξεχειλίζοντας από θυμό που μαγαρίστηκε το περιεχόμενο της γούρνας, άρχισε να ψελλίζει κάτι μέσα από τα δόντια του. Δυο μεγάλες λιθόπετρες ξεκόλλησαν από τα πιο πάνω επίπεδα του Ζιγκουράτ και πέφτοντας με φόρα, πλάκωσαν τα πόδια της γυναίκας.
Ο Γουέλορντ δεν πίστευε στα μάτια του. Το ξόρκι του είχε προκαλέσει μεγαλύτερη αναστάτωση από αυτή που περίμενε. Η τελετή είχε διακοπεί και τα Τρολς άρχισαν να βγαίνουν από το Ζιγκουράτ αναστατωμένα. Τώρα το μόνο που έπρεπε κάνουν ήταν να βρουν ένα τρόπο να λυθούν από αυτούς τους πασσάλους. Σαστισμένος είδε από μπροστά του να περνά ένα λευκό κουνέλι και με σβέλτες κινήσεις να ανεβαίνει πάνω στην Βικτώρια. Ήταν το κουνέλι της που την ακολουθούσε πιστά από την αρχή του ταξιδιού τους. Πήγε από πίσω της και με τα μικρά δοντάκια του άρχισε να μασουλά τα σκοινιά που της έδεναν τα χέρια. Τι ανακούφιση. Με μιας η ελπίδα της απελευθέρωσης αναπτερώθηκε στον Γουέλορντ. Το πόσο θα κρατούσε όμως ήταν μια άλλη ιστορία.
Με την άκρη του ματιού του είδε τον σαμάνο να κάνει τον κύκλο της γούρνας και να πηγαίνει προς την γυναίκα που βόγκαγε από τον πόνο κάτω από το βάρος των λίθων που την είχαν πλακώσει. Έβγαλε το βέλος από την ωμοπλάτη του και το κάρφωσε με δύναμη στην παλάμη της γυναίκας ακινητοποιώντας την στο έδαφος. Η πληγή του μετά από λίγο άρχισε να επουλώνεται και μια πράσινη ενέργεια ανέβηκε από τα πόδια του. Έβγαλε την μάσκα που φορούσε και άρχισε να χτυπά με μανία την γυναίκα στο πρόσωπο. Μάλλον αυτό που είχε σταματήσει ο Γουέλορντ ήταν πολύ πιο σημαντικό απ’ ότι φανταζόταν.
Η Βικτώρια νιώθοντας τα σχοινιά να πέφτουν από τα χέρια του, πήδηξε από τον πάσσαλο και κρατώντας το μαχαίρι του πατέρα της στα χέρια έτρεξε προς τον Γουέλορντ για να τον ελευθερώσει, όμως το βλέμμα του σαμάνου σαν κεραυνός έπεσε πάνω της και την απώθησε προς τα πίσω, σαν κάτι δυνατό να την έσπρωχνε. Το μαχαίρι της έφυγε από τα χέρια ενώ το κουνέλι της έτρεξε μέσα στο πλήθος. Με το μυαλό της το διέταξε να τρέξει μακριά και στην συνέχεια κοιτώντας τον Γουέλορντ, πήρε μια βαθιά ανάσα και έτρεξε να μαζέψει το μαχαίρι της. Ως δια μαγείας ένα μεγάλο πέτρινο Πι σχηματίστηκε μπροστά της κόβοντας της τον δρόμο απ’ όλες τις πλευρές. Δίχως δεύτερη σκέψη προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω του για να προχωρήσει όμως η πέτρα έγινε ρευστή και εκείνη έκπληκτη είδε τα χέρια της να βυθίζονται μέσα. Την επόμενη στιγμή η πέτρα σκλήρυνε πάλι και εκείνη βρέθηκε παγιδευμένη. Βήματα ακούστηκαν από πίσω της και γυρνώντας τον κεφάλι της είδε τον σαμάνο να την πλησιάζει.
 
Το χάλφλινγκ απρόσβλητο από αυτά που συνέβαιναν γύρω του συνέχιζε να ακολουθεί την πορεία του υγρού μέσα στην ρωγμή. Μέχρι που βρέθηκε μέσα στο τρίγωνο και το υγρό μοιράστηκε σε δύο κατευθύνσεις. Κάτι περίεργο ένιωσε εκείνη την στιγμή μέσα του το χάλφλινγκ και σηκώνοντας το κεφάλι του αντίκρισε την σαρκοφάγο, η οποία ήταν ελαφρώς βυθισμένη στο έδαφος και ήταν διακοσμημένη με χιλιάδες ιερογλυφικά, αρχαία τόσο στην όψη όσο και στην μορφή. Τα αυλάκια του τριγώνου κατέληγαν σ’ αυτήν. Μια περίεργη μυρωδιά έπιασαν τα ρουθούνια του, σαν να υπήρχε κάποιο ψοφίμι κοντά του, πεθαμένο εδώ και μέρες. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει από πού προερχόταν αυτή η δυσάρεστη οσμή και στο τέλος σταμάτησε κοιτώντας την σαρκοφάγο. Από κει προερχόταν. Κάτι πεθαμένο υπήρχε μέσα της και το υγρό στ’ αυλάκια πήγαινε προς αυτό. Απροσδιόριστος φόβος το κυρίευσε και με μια παρορμητική κίνηση άρχισε να φράζει τ’ αυλάκια με χώμα, πέτρες και περιττώματα, θέλοντας να σταματήσει την ροή του υγρού. Πέντε Τρολς, μάλλον στρατιώτες, βλέποντας το, ξεχώρισαν από το πλήθος και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Εκείνο τα αντιλήφθηκε τελευταία στιγμή και ενώ προσπάθησε να τραπεί σε φυγή, εκείνα το έπιασαν και άρχισαν να το γρονθοκοπούν και να το κλοτσάνε. Το χάλφλινγκ προσπάθησε να αμυνθεί αλλά το είχαν πιάσει από τα χέρια και τα πόδια και το είχαν ακινητοποιήσει. Τους γρύλιζε και πάλευε να τους δαγκώσει όμως το ένα χτύπημα ήταν κάθε φορά πιο δυνατό από το άλλο. Στο τέλος ένιωσε τα μάτια του να θολώνουν και ο κόσμος να χάνεται γύρω του. Σαν άδειο σακί, το πέταξαν στο έδαφος αναίσθητο και έφυγαν νομίζοντας ότι έχουν τελειώσει την δουλειά τους. Τ’ αυλάκια όμως συνέχιζαν να είναι φραγμένα.
Η Μπρουχίλντα και η Κάιλσαρ παρασυρμένες από το πλήθος είχαν βρεθεί στην έξοδο του Ζιγκουράτ. Το τελευταίο που θυμόταν η Μπρουχίλντα ήταν το κουνέλι της Βικτώρια που έτρεχε ανάμεσα στα Τρολς και πήγαινε προς την αφεντικίνα του. Είχε προσπαθήσει να πλησιάσει και εκείνη για να βοηθήσει τον Γουέλορντ, όμως μεγαλόσωμα Τρολς της είχαν φράξει τον δρόμο και όπως ήταν μεταμφιεσμένη για να μην την καταλάβουν, την είχαν τραβήξει προς τα έξω. Η Κάιλσαρ, επειδή ήταν πιο κοντά έτρεξε στο κατόπι της για να την βοηθήσει και αρπάζοντάς την τελευταία στιγμή από το μπράτσο την είχε τραβήξει στο πλάι της μεγάλης πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στο έδαφος.
«Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί βγαίνουν όλοι έξω πανικόβλητοι», απόρησε η Μπρουχίλντα. «Συνέβη κάτι άλλο πέρα από το ότι σταμάτησε η τελετή και οι δυο ιερείς τους άρχισαν να παλεύουν μεταξύ τους;»  
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την φράση της και ξαφνικά όλο το Ζιγκουράτ άρχισε να σείεται, σαν να γινόταν μέγας σεισμός.
«Δεν είμαι ο Γουέλορντ για να δίνω απαντήσεις σε τέτοια περίπλοκα ερωτήματα αλλά αυτός ο σεισμός μου φαίνεται πολύ καλή αιτία για να εγκαταλείπουν τα Τρολς την πυραμίδα», της απάντησε η Κάιλσαρ.     
Μεγάλες πέτρες από την οροφή της εισόδου άρχισαν να πέφτουν και να πλακώνουν όποιο Τρολ τύχαινε να περάσει από κάτω. Η Κάιλσαρ βλέποντας ότι η κατάσταση θα ξέφευγε σύντομα εκτός ελέγχου, πέταξε την μεταμφίεση της και λέγοντας στην Μπρουχίλντα να την ακολουθήσει πήδηξε μπροστά και άρχισε να κατεβαίνει, πατώντας πάνω σε κεφάλια και σώματα που είχαν κουτρουβαλιαστεί στα απότομα  σκαλοπάτια. Κάποια στιγμή κάποιος πήγε να της επιτεθεί με ένα τσεκούρι. Έκανε μια τούμπα στο αέρα για να το αποφύγει και με το σπαθί της του έκοψε τον λαιμό. Συνέχισε να κατεβαίνει αποφεύγοντας διάφορες επιθέσεις και πατώντας σε στέρεο έδαφος γύρισε να δει που βρισκόταν η Μπρουχίλντα. Η σκεπή του Ζιγκουράτ είχε αρχίσει να καταρρέει και ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης να εξαπλώνεται παντού. Η Μπρουχίλντα πάλευε κι αυτή να κατέβει πατώντας πάνω σε κεφάλια. Ο σεισμός συνέχιζε να ταράζει την πόλη και τα Τρολς ούρλιαζαν πανικοβλημένα.
 
«Άφησε την ήσυχη!» φώναξε με όλη του την δύναμη ο Γουέλορντ στο σαμάνο βλέποντας τον να ετοιμάζει στα χέρια του ηλεκτρισμό για να χτυπήσει την Βικτώρια.
Εκείνος γύρισε να τον κοιτάξει και αμέσως οι πέτρες που είχαν εγκλωβίσει την Βικτώρια έγιναν άμμος. Έντρομη εκείνη, σηκώθηκε όρθια και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από κάτι ξύλα. Ο Γουέλορντ πάλευε να χαλαρώσει τα σχοινιά στα χέρια του και παρόλο που έβλεπε τον σαμάνο να τον πλησιάζει, κρατούσε την ψυχραιμία του. Η Βικτώρια τρέμοντας μην πάθει τίποτα ο αγαπημένος της αποφάσισε να χρησιμοποιήσει όλα αυτά που της είχε μάθει ο Δρυΐδης της. Με χείλη που έτρεμαν από τον φόβο μην κάνει λάθος στα λόγια, ψέλλισε ένα ξόρκι και ένα πράγμα σαν χταπόδι χωρίς ματιά αλλά με μεγάλα πλοκάμια και βεντούζες έπεσε πάνω στο κεφάλι του σαμάνου κλείνοντας του τα μάτια. Την επόμενη στιγμή ο Γουέλορντ κατάφερε να ελευθερώσει τα χέρια του και πηδώντας από το πάσσαλο, έτρεξε προς την μεριά που ήταν το χάλφλινγκ. Το είχε δει που είχε πέσει αναίσθητο και ξέροντας ότι η Βικτώρια είχε κρυφτεί πήγε προς εκείνο για να το σώσει πριν να είναι αργά.
Κοιτώντας συνεχώς πίσω για να δει αν ο σαμάνος είχε ελευθερωθεί από το χταπόδι που του είχε πιάσει το κεφάλι, γονάτισε μπροστά στο χάλφλινγκ και άρχισε να το γιατρεύει ακουμπώντας με τα χέρια του τις πληγές του. Ο σαμάνος χτύπαγε το χταπόδι με ηλεκτρισμός ενώ μεγάλες πέτρες έπεφταν γύρω του βροχή, σκοτώνοντας Τρολς.
 
Τα ξωτικά που ήταν μαζί με την Μπρουχίλντα έτρεχαν και αυτά σαν τρελά να κατέβουν από το Ζιγκουράτ που γκρεμιζόταν. Ένα από τα τρία είχε πλακωθεί από τις πέτρες που έπεφταν ενώ τα άλλα δύο μόλις πήγαν κοντά τους, τους είπαν να φύγουν εκείνες και θα έμεναν εκείνα πίσω.
«Όχι!» διαφώνησε έντονα η Κάιλσαρ. «Δεν θα επιτρέψω να κινδυνέψουν περισσότερο πλάσματα της φυλής μου».
«Όλοι μαζί θα φύγουμε», συνέχισε τον λόγο της η Μπρουχίλντα και αμέσως η καρδιά της σφίχτηκε καθώς σκέφτηκε ότι ο παιδικός της φίλος, που είχε πάρει όρκο να τον προστατεύει βρισκόταν ακόμα μέσα στο Ζιγκουράτ και κινδύνευε.
Ο σεισμός γινόταν όλο και δυνατότερος. Βαθιές ρωγμές δημιουργούνταν στο έδαφος και κατάπιναν κτήρια και Τρολς. Αμέσως οι τέσσερις τους, μην έχοντας άλλη επιλογή, άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο της πόλης, θέλοντας να βρουν και τα υπόλοιπα ξωτικά που είχε σώσει νωρίτερα η Μπρουχίλντα.
 
Ένα μεγάλο κομμάτι πέτρας ξεφύτρωσε από το έδαφος, το οποίο συνέχιζε να μεγαλώνει και να αλλάζει μορφή. Στην άκρες του σχηματίστηκαν χοντρά χέρια ενώ η κεντρική πέτρα έγινε σώμα θεόρατο που κάλυψε την έξοδο του Ζιγκουράτ. Δυο Τρολς έλιωσαν με την υπερδιογκωμένη πλάτη του λες και ήταν μύγες. Συνέχισε να μεγαλώνει μέχρι που έγινε τρία μέτρα ψηλό. Με βλέμμα εκτελεστικό γύρισε το κεφάλι του και δίχως κάποια δυσκολία εντόπισε το σημείο που ήταν κρυμμένη η Βικτώρια. Έντρομη εκείνη έφυγε από την κρυψώνα της και έτρεξε προς τον Γουέλορντ. Τότε το πέτρινο πλάσμα χτύπησε με δύναμη τα χέρια του στο έδαφος τραντάζοντάς το, με αποτέλεσμα η Βικτώρια να χάσει την ισορροπία της και να πέσει κάτι. Ο σαμάνος έχοντας βγάλει από το κεφάλι του το χταπόδι, κάτι ψιθύρισε στον πέτρινο γίγαντα που πήγαινε κατά πάνω της και εκείνο κοκάλωσε. Ο Γουέλορντ και η Βικτώρια απείχαν μόλις λίγα μέτρα μεταξύ τους. Κοιτάχτηκαν όλο λαχτάρα και ο ιερέας έκανε μια κίνηση προς τα μπροστά για να την πιάσει, όμως ένας κρύος αέρας τους τύλιξε και ένα λεπτό στρώμα πάγου δημιουργήθηκε γύρω τους που τους ακινητοποίησε. Το Χάλφλινγκ έχοντας συνέλθει και έχοντας παγώσει και αυτό παρατήρησε ότι και οι τρεις τους βρίσκονταν μέσα στο περίεργο τρίγωνο, ο καθένας τους σε κάθε του πλευρά. Αν είχε πιο ανεπτυγμένη νοημοσύνη, ίσως να καταλάβαινε ότι αυτό δεν ήταν και τόσο τυχαίο.
Με ένα δαιμονικό χαμόγελο, ο σαμάνος τους πλησίασε και πηγαίνοντας πρώτα στον Γουέλορντ, άπλωσε το χέρι του στο λαιμό του και με τα γαμψά νύχια που εξείχαν από τα δάχτυλά του, όμοια με ράμφη αρπακτικών πουλιών, του έκανε μια τρύπα στην καρωτίδα του. Αμέσως αίμα άρχισε να πετάγεται με φόρα από το λαιμό του Γουέλορντ και σαν να έχει δικιά του νόηση, κατέληγε στο αυλάκι που οδηγούσε στην σαρκοφάγο. Εκείνος πνιγόταν με το αίμα του και πάλευε με όλες του τις δυνάμεις να σταματήσει την αιμορραγία, όμως για να το πετύχαινε αυτό έπρεπε να είχε τα χέρια του ελεύθερα και εκείνα ήταν παγωμένα. Ο σαμάνος το ίδιο πράγμα έκανε και στην Βικτώρια και βλέποντας το αίμα να κυλά ξανά προς τον τελικό του προορισμός ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
Το χάλφλινγκ παλεύοντας με μανία να ελευθερωθεί κατάφερε να σπάσει τον πάγο που το τύλιγε και εξαγριωμένο βλέποντας τους φίλους του να υποφέρουν όρμησε πάνω στο σαμάνο δίχως δεύτερη σκέψη. Στόχος του ήταν τα χέρια του, όμως μόλις τα δάγκωσε, δυνατός ηλεκτρισμός το χτύπησε και το χάλφλινγκ πετάχτηκε δυο μέτρα μακριά έχοντας γεμίσει σε όλο του το σώμα εγκαύματα. Ωστόσο αυτή η μικρή παρέμβαση ήταν αρκετή για να χαλαρώσουν τα μάγια και να καταφέρουν να ελευθερωθούν και οι υπόλοιποι και με ένα ξόρκι γιατρειάς να κλείσουν τις πληγές στους λαιμούς τους. Ο σαμάνος έξαλλος από θυμό πήγε να τους επιτεθεί με τα μαγικά του, εκείνη την στιγμή όμως μια μεγάλη πέτρα έσκασε μπροστά του τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Σαν να διαλύθηκε κάποιο σύννεφο από μπροστά του, ο σαμάνος κοιτώντας γύρω του είδε τον ναό να γκρεμίζεται και όλα γύρω του να διαλύονται. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο αίμα που κυλούσε στα αυλάκια, μούγκρισε δυνατά και έφυγε να σωθεί.
«Δεν θα ξεφύγεις τόσο εύκολο. Αν είναι να πεθάνουμε, θα πεθάνεις και εσύ μαζί μας», του φώναξε η Βικτώρια και σαν να είχε βρει θάρρος μεγαλύτερο από αυτό της ψυχής της ξεχύθηκε στο κατόπι του. «Σκότωσες δεκατέσσερα ξωτικά. Θα το πληρώσεις αυτό!»
Ήταν αποφασισμένη να τον κυνηγήσει αδιαφορώντας για τον αν ήταν πιο δυνατός από εκείνη. Αυτό που ήθελε ήταν να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο των πλασμάτων της φυλής της. Αν δεν το έκανε οι τύψεις που θα την πλημμύριζαν, θα ήταν χίλιες φορές πιο καταστροφικές από τις δυνάμεις αυτού του Τρολ.
Η πρόσοψη του Ζιγκουράτ κατέρρεε. Ένα μεγάλο άνοιγμα σχηματίστηκε και προς αυτό έτρεχε ο σαμάνος. Αέρας σηκώθηκε απ’ έξω, δυνατός σαν κυκλώνας. Ο σαμάνος αφέθηκε να τον σηκώσει και να τον πάρει μαζί του, η Βικτώρια όμως δεν θα τον άφηνε να ξεφύγει έτσι απλά. Πέταξε από τα χέρια της κληματσίδες και γραπώθηκε από τα πόδια του. Την επόμενη στιγμή την σήκωσε και εκείνη ο αέρας και όσο την ανέβαζε προς τα πάνω, τόσο η Βικτώρια αντιλαμβανόταν το μέγεθος της καταστροφής που είχε υποστεί  η πόλη των Τρολς. Η γη είχε ανοίξει σε πολλά σημεία και καταβρόχθιζε τα πάντα, δίχως εξαιρέσεις.
Ξαφνικά ένιωσε τις κληματσίδες να χαλαρώνουν. Κοίταξε προς τα πάνω έντρομη και είδε ότι ο σαμάνος τις είχε κόψει από τα πόδια του. Εκείνος συνέχιζε να ανεβαίνει ενώ εκείνη ένιωθε το σώμα της να πέφτει. Μια κραυγή πανικού βγήκε από το στόμα της και με μάτια γουρλωμένα είδε το έδαφος να πλησιάζει επικίνδυνα γρήγορα. Σαν να άκουσε την κραυγή της, το ελάφι της εμφανίστηκε μέσα από τα χαλάσματα της πόλης και την τελευταία στιγμή πρόλαβε και βρέθηκε από κάτω της. Λιπόθυμη κατέληξε στην ράχη του και εκείνο βιάστηκε να την βγάλει από την πόλη για να την σώσει. Έτρεχε πάνω σε κομμάτια γης που υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια του και ξέφευγε από τοίχους σπιτιών που πήγαιναν να πέσουν πάνω του. Τα τείχη μπροστά του καταβροχθίζονταν από την γη. Ίσα που πρόλαβε να περάσει την πύλη της πόλης πριν καταρρεύσει τελείως.  
 
Αναστατωμένο το χάλφλινγκ χοροπήδαγε μπροστά από την σαρκοφάγο. Η μυρωδιά σήψης που μύριζε προηγουμένως είχε γίνει πιο έντονη τώρα. Ο Γουέλορντ είχε πάει κοντά του και προσπαθούσε να καταλάβει αν αναγνωρίζει κάποια από τα ιερογλυφικά που είχε πάνω της, όμως όλα του ήταν άγνωστα. Το χάλφλινγκ είχε πέσει απάνω της και βάζοντας κόντρα με τον ώμο του προσπαθούσε να την σηκώσει. Το αίμα είχε φτάσει σχεδόν και εκείνο δεν ήθελε να την αγγίξει. Φοβόταν για το τι θα γινόταν αν η σαρκοφάγος ερχόταν σε επαφή με το αίμα. Προσπάθησε να βοηθήσει και ο Γουέλορντ στο σήκωμα αλλά το χάλφλινγκ έδειχνε να τα καταφέρνει μια χαρά και μόνο του. Ένα τόσο μικροκαμωμένο πλάσμα είχε εξωπραγματική δύναμη μέσα του όταν ήθελε.
Σχεδόν τα είχαν καταφέρει να την σηκώσουν, όταν μια μεγάλη δόνηση συντάραξε το μέρος και με μιας το έδαφος άνοιξε στα δύο καταπίνοντας τα πάντα. Σκοτάδι εμφανίστηκε από κάτω τους και σαν να μην υπήρξε ποτέ έδαφος ο Γουέλορντ, το χάλφλινγκ και η σαρκοφάγος έπεσαν στο κενό.
 
Η Μπρουχίλντα και η Κάιλσαρ πήγαν κοντά στα ξωτικά και με λύπη διαπίστωσαν ότι από τα τόσα που είχαν σώσει μόνο δέκα είχαν καταφέρει να επιβιώσουν. Τα δύο ξωτικά που είχαν έρθει μαζί είπαν στα υπόλοιπα να χωθούν γρήγορα στο δάσος. Το ίδιο είπαν και στις δύο πολεμίστριες, όμως η Μπρουχίλντα κοντοστάθηκε.
«Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον Γουέλορντ», είπε στην Κάιλσαρ μόλις την ρώτησε τι είχε. «Του έδωσα μια υπόσχεση και πρέπει να την τηρήσω».
Η Κάιλσαρ πήγε κοντά της, χαμογελώντας της παρήγορα και την έπιασε από τον ώμο προσπαθώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια να της πει.
«Ο Γουέλορντ είναι έξυπνος άνθρωπος. Ξέρει να επιβιώνει. Είμαι σίγουρη ότι είναι κάπου κρυμμένος και καλά προφυλαγμένος αυτή την στιγμή. Εξάλλου έχει και την Βικτώρια μαζί του. Ξέρεις πόσο πολύ αγαπώ την φίλη μου. Θα έκανα τα πάντα για να την βοηθήσω. Ξέρω όμως ότι είναι γενναία και μπορεί να τα καταφέρει. Σε παρακαλώ Μπρουχίλντα, βοήθα με να πάω αυτά τα ξωτικά σε ένα ασφαλές μέρος και σου υπόσχομαι ότι θα γυρίσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα για να βρούμε και να σώσουμε τους φίλους μας».
«Το υπόσχεσαι ότι θα επιστρέψουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα;» την ρώτησε η Μπρουχίλντα.
«Και σήμερα το βράδυ κιόλας, αν καταφέρουμε να βρούμε καταφύγιο για τα ξωτικά. Σύμφωνοι;»
Η Μπρουχίλντα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και ακολουθώντας τα ξωτικά χώθηκε και αυτή στο δάσος με την σκέψη ότι θα επέστρεφε το γρηγορότερο.
Περπάτησαν για ώρα μέσα στο δάσος και πέρασαν από μέρη άγνωστα σχεδόν σε όλους. Οι περιοχές εκείνες άνηκαν ανέκαθεν στα Τρολς και ήταν απαγορευμένες στα ξωτικά. Ακόμα και σε έναν έμπειρο ιχνηλάτη θα έπαιρνε αρκετή ώρα μέχρι να προσανατολιστεί και να βρει τον δρόμο του. Είχαν πιάσει μια πορεία πιστεύοντας ότι θα τους οδηγούσε στα βόρεια του δάσους ή κάπου που θα ήταν λιγότερο επικίνδυνα. Κάποια στιγμή βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο και μπροστά τους εμφανίστηκαν τέσσερα τοτέμ σαν αυτό που ήταν δίπλα στην πύλη, στην πόλη των Τρολς. Στο κέντρο ανάμεσά τους υπήρχε ένα μεγάλο τετράγωνο στο έδαφος από το οποίο μαύρες φλέβες σχηματίζονταν και φεύγοντας από εκεί, ανέβαινα στα τοτέμ. Η Μπρουχίλντα και η Κάιλσαρ εμφάνισαν αμέσως τα όπλα τους και έμειναν να αφουγκράζονται το μέρος. Κάτι συνέβαινε και δεν είχαν άδικο. Μέσα από το τετράγωνο στο έδαφος άρχισε κάτι να αναδύεται.
Ένα γκρίζο χέρι ξεπετάχτηκε με τέσσερα δάχτυλα, στην συνέχεια μυτεροί χαυλιόδοντες έκαναν την εμφάνισή τους και ξάφνου ένα γιγάντιο νεκροζώντανο Τρολ άρχισε να αναγεννιέται.
 
Ο ιερέας και το χάλφλινγκ είχαν αρχίσει να συνέρχονται από την πτώση. Σουβλεροί πόνοι διαπερνούσαν τα κορμιά τους. Το χάλφλινγκ είχε σπάσει αρκετά κόκαλα, ενώ ο Γουέλορντ το πόδι του. Το γιάτρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πήγε να βοηθήσει το Χάλφλινγκ. Όταν έγινε και κείνο καλά, ο ιερέας δημιούργησε μια μπάλα φωτός μέσα στα χέρια του και κοίταξε γύρω του να δει που βρίσκονταν. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρισκόταν η σαρκοφάγος διαλυμένη από την πτώση και άδεια. Ο χώρος που βρίσκονταν έμοιαζε με τούνελ. Στα τοιχώματά του υπήρχαν τοιχογραφίες από Τρολς σε στάση προσευχής και από πάνω τους ένα πλάσμα που ο Γουέλορντ δεν είχε ξαναδεί πότε άλλη φορά. Έμοιαζε με γιγάντιο δράκο με φτερά και κεφάλι ερπετού. Το άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του και αναρωτήθηκε αν η θρησκευτική τελετή γινόταν γι’ αυτό το μυστηριώδες πλάσμα. Αν το αίμα των ξωτικών ήταν για εκείνο.
«Αίμα αθάνατο, για ον Θεϊκό», μουρμούρισε. «Αγνής αγάπης, δημιούργημα», τέλειωσε την φράση του ανατριχιάζοντας από την συνειδητοποίηση. Τα Τρολς χρειάζονταν εκείνον και την Βικτώρια για να δώσουν με το αίμα τους ζωή στο πλάσμα που βρισκόταν στην σαρκοφάγο. Όμως το αίμα τους δεν πρόλαβε να την αγγίξει. Σωστά; Κι αν δεν πρόλαβε, τότε τι είχε απογίνει το περιεχόμενο της σαρκοφάγου. Ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ περιεχόμενο. Σκέψεις και ερωτήματα χιλιάδες κατέκλυσαν το μυαλό του Γουέλορντ και τρόμος γέμισε την ψυχή του.
 
Συνεχίζεται
Making the world a better place through constructing elegant hierarchies.