Κεφάλαιο 2: Τα πράγματα σοβαρεύουν
Πάγωσαν όλοι και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους τρομαγμένοι. Ο Γουέλορντ πήγε προς το μέρος του χάλφλινγκ και βγάζοντας του με προσοχή το βέλος άρχισε να του γιατρεύει την πληγή, όταν εκείνο άνοιξε τα μάτια του πετάχτηκε όρθιο με ένα βλέμμα όλο θυμό και άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνε ατιμώρητο αυτόν που το είχε χτυπήσει. Με μεγάλη ευκολία σκαρφάλωσε σε ένα δένδρο για να έχει καλύτερη θέα και άρχισε να πηδάει από κλαδί σε κλαδί. Ξαφνικά, ένα ακόμα βέλος καρφώθηκε στον ώμο του κόβοντάς του την φόρα και κάνοντάς το να χάσει την ισορροπία του.
«Θα γκρεμοτσακιστεί», αναφώνησε η Βικτώρια βλέποντας το χάλφλινγκ να παραπατάει πάνω στο κλαδί που βρισκόταν και να πέφτει στο κενό.
Αμέσως η Κάιλσαρ εκσφενδόνισε με το τόξο της ένα βέλος και το κάρφωσε στον κορμό του δένδρου από το οποίο έπεφτε το χάλφλινγκ, έτσι ώστε να καταφέρει να πιαστεί. Εκείνο όμως απλά έπεσε απάνω του μειώνοντας την ταχύτητα της πτώσης του και στην συνέχεια προσγειώθηκε στο έδαφος. Η Κάιλσαρ, η Βικτώρια και ο Γουέλορντ έτρεξαν προς το μέρος του να δουν αν είναι καλά. Ευτυχώς το τραύμα στον ώμο του ήταν επιφανειακό. Το χάλφλινγκ εξαγριωμένο που είχε δεχτεί κι άλλο χτύπημα εντόπισε μέσα στις φυλλωσιές ένα σκίουρο και θεωρώντας ότι αυτός του είχε πετάξει τα βέλη, όρμησε καταπάνω του αιφνιδιάζοντας τον, τον έπιασε από την ουρά και άρχισε να τον ξεσκίζει.
Κοντά τους έτρεξαν και η Μπρουχίλντα με την Σοράγια που είχαν μείνει πίσω. Η Κάιλσαρ προσπαθώντας να καταλάβει ποιος τους είχε επιτεθεί, είπε στους υπόλοιπους να μείνουν κοντά ο ένας στον άλλον και εκείνη ξεμακραίνοντας λίγο ξεκίνησε να ανιχνεύει την περιοχή. Μια ανησυχητική ηρεμία είχε απλωθεί γύρω τους. Η Μπρουχίλντα είχε βγάλει το τσεκούρι της και κρατώντας το και με τα δύο της χέρια είχε πάρει θέση μάχης, η Βικτώρια που στεκόταν από πίσω τους, είχε υψώσει τα αυτιά της και προσπαθούσε να ακούσει κάποιον περίεργο ήχο ενώ η Σοράγια είχε πάει και είχε κάτσει δίπλα στον Γουέλορντ, ο οποίος γιάτρευε τις πληγές του χάλφλινγκ όσο εκείνο ήταν απασχολημένο με το κουφάρι του σκίουρου. Κάποια στιγμή μια περίεργη μυρωδιά έφτασε στην μύτη της Κάιλσαρ. Ήταν βαριά και βρωμερή. Σε όποιον κι αν άνηκε, δεν πρέπει να είχε απομακρυνθεί πολύ. Με το τόξο πάντα προτεταμένο μπροστά της, προχώρησε επιφυλακτικά ανάμεσα από κάτι θάμνους και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε κάτι ίχνη που μόνο τρόμο μπορούσαν να της προκαλέσουν. Είχαν το σχήμα πέλματος, μόνο που το πέλμα αυτό δεν άνηκε σε άνθρωπο. Είχε τρία μεγάλα δάχτυλα μπροστά και ένα πίσω. Δίχως να χάσει χρόνο, μάζεψε το τόξο της και άρχισε να τρέχει προς τους άλλους.
«Γρήγορα! Ανεβείτε στα δένδρα», τους είπε μόλις πήγε κοντά τους και αμέσως πήδηξε στο κορμό ενός δένδρου.
Σαν πιστοί στρατιώτες, η Βικτώρια και η Μπρουχίλντα την υπάκουσαν χωρίς δεύτερη σκέψη και τρέχοντας πάνω στα κλαδιά ακολουθούσαν την πορεία της. Από κάτω έτρεχε ο Γουέλορντ, ο οποίος, λόγω ότι ήταν αρκετά αδέξιος, δεν μπορούσε να ανέβει πάνω στα δένδρα και από πίσω του η Σοράγια που ενώ τόσες ώρες έψαχνε μια ευκαιρία για να το σκάσει, είχε προτιμήσει να μείνει μαζί τους μέχρι να βρουν τουλάχιστον τι ήταν αυτό που τους είχε επιτεθεί.
«Τι ακριβώς ψάχνουμε;» φώναξε σε μια στιγμή η Μπρουχίλντα στην Κάιλσαρ, όμως πριν προλάβει να λάβει απάντηση, ένα βέλος εμφανίστηκε από το πουθενά και την κάρφωσε στην κοιλιά. Βγάζοντας μια κραυγή πόνου διπλώθηκε στα δύο και πιάνοντας το κορμό του δένδρου που ήταν σκαρφαλωμένη σταμάτησε να τρέχει.
Αμέσως η Βικτώρια έτρεξε κοντά της για να την βοηθήσει.
«Μπρουχίλντα είσαι καλά;» φώναξε ανήσυχος ο Γουέλορντ από το έδαφος.
«Θα την κάνω εγώ καλά! Μην αγχώνεσαι Γουέλορντ», του απάντησε η Βικτώρια για να τον καθησυχάσει, όμως την στιγμή που έβγαλε το βέλος από την κοιλιά της Μπρουχίλντα και πήγε να ακουμπήσει τα χέρια της πάνω στην πληγή, ένα ακόμα βέλος έσκισε με φόρα τον αέρα και την πέτυχε στην ωμοπλάτη.
«Σε βρήκα», μουρμούρισε η Κάιλσαρ και με απίστευτη ακρίβεια και ταχύτητα τέντωσε το τόξο της και εξαπέλυσε ένα από τα βέλη της, το οποίο βρήκε αμέσως στόχο ένα σώμα ανάμεσα σε κάτι πρασινάδες. Ακούστηκε ήχος από σπάσιμο κλαδιών και το σώμα έπεσε με γδούπο στο έδαφος.
«Το άκουσες αυτό;» αναφώνησε ξαφνιασμένη η Σοράγια στον Γουέλορντ. «Μάλλον τα ξωτικά κάτι πέτυχαν. Έλα πάμε να δούμε;» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι για να την ακολουθήσει, όμως ο ιερέας εκείνη την στιγμή ένιωσε ένα τσίμπημα στο σβέρκο του και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είναι, έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος. «Γουέλορντ; Γουέλορντ τι έπαθες;» τον ρώτησε τρομαγμένη η Σοράγια. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, όμως εκείνος δεν κουνιόταν καθόλου. «Δεν είναι ώρα γι’ αστεία τώρα», του είπε η Σοράγια σκύβοντας από πάνω του και σχεδόν από τύχη γλίτωσε από ένα μικρό βελάκι που πέρασε πάνω από το κεφάλι της και καρφώθηκε στον κορμό ενός δένδρου.
«Τι έπαθε ο Γουέλορντ;» ακούστηκε η ταραγμένη φωνή της Μπρουχίλντα που μόλις είχε κατέβει από το δένδρο, με την πληγή στην κοιλιά της επουλωμένη.
«Έχει χτυπηθεί!» διαπίστωσε η Βικτώρια και πηδώντας από το δένδρο, έτρεξε να πάει κοντά του.
«Μην πλησιάζεται!» τους φώναξε η Σοράγια και μπήκε μπροστά από το σώμα του ιερέα. «Μπορεί να κολλήσετε και να πέσετε και εσείς αναίσθητες».
«Μα πρέπει να τον βοηθήσουμε;» διαμαρτυρήθηκε η Μπρουχίλντα.
«Εγώ μόνο θα τον βοηθήσω», αποκρίθηκε η Σοράγια αγριοκοιτάζοντας την.
Η Βικτώρια κάλεσε με την σκέψη της το ελάφι να πάει κοντά της και μόλις ανέβηκε στην ράχη του το ένιωσε σαν κάτι να θέλει να της πει. Είχε στραμμένο το κεφάλι του συνεχώς προς ένα σημείο και ρουθούνιζε αναστατωμένο. Κοιτώντας προς τα κει, η Βικτώρια διέκρινε ανάμεσα στα χόρτα να προεξέχει ένα φυσοκάλαμο.
«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε η Βικτωρία και αμέσως το φυσοκάλαμο εξαφανίστηκε, ενώ ήχος από βήματα κάποιου που φεύγει τρέχοντας ακούστηκαν μέσα από τα χόρτα.
Η Μπρουχίλντα παρατηρώντας ότι η προσοχή της Σοράγια είχε αποσπαστεί, πλησίασε αθόρυβα και πριν την πάρει είδηση η Σοράγια, εκείνη βρέθηκε δίπλα στον παιδικό της φίλο. Η Σοράγια έκανε να την διώξει από κοντά του αλλά η Μπρουχίλντα έβγαλε το τσεκούρι της και το έφερε μπροστά από τον λαιμό της.
«Ακόμα μία λέξη να πεις και θα σου πάρω το κεφάλι. Με κατάλαβες;» της είπε όλο νεύρο και η Σοράγια δίχως να πει λέξη, έκανε ένα βήμα πίσω.
Στερεώνοντας το τσεκούρι στην ζώνη της, η Μπρουχίλντα, στράφηκε ξανά στο Γουέλορντ και όλο έκπληξη είδε ένα βελάκι καρφωμένο στο σβέρκο του. Το έπιασε προσεκτικά με το χέρι της και το τράβηξε, παρά τις αντιρρήσεις της Σοράγια που της έλεγε να μην το κάνει.
Μόνη της η Κάιλσαρ, με το χάλφλινγκ να την ακολουθεί από πίσω, πήγε να δει τι ήταν αυτό που είχε πετύχει. Ήταν σίγουρη ότι δεν θα έβλεπε άνθρωπο. Τα ίχνη που είχε βρει προηγουμένως της μαρτυρούσαν κάτι πολύ διαφορετικό. Προχώρησε λίγο ακόμα μέσα σε κάτι ψηλά χόρτα με το τόξο της πάντα προτεταμένο και ετοιμοπόλεμο, ώσπου σε ένα σημείο που η βλάστηση ήταν πιο αραιή, βρέθηκε μπροστά στο θήραμά της. Ασυναίσθητα χαμήλωσε το τόξο και έμεινε να το κοιτάει όλο έκπληξη.
Το πλάσμα που είχε πετύχει δεν έμοιαζε με τίποτα γνώριμο. Ήταν αρκετά ψηλό. Ψηλότερο από άνθρωπο, το δέρμα του ήταν σκούρο και καλυμμένο με δεκάδες τατουάζ, είχε τρία δάχτυλα στα χέρια, μυτερά αυτιά τα οποία ήταν διακοσμημένα με κόκαλα ζώων, μεγάλη μύτη και πηγούνι, είχε μακριά μαλλιά πιασμένα σε δυο χοντρές πλεξούδες ενώ από το στόμα του εμφανίζονταν δυο μεγάλοι χαυλιόδοντες. Μύριζε απαίσια και από το κεφάλι του, στο σημείο που το είχε πετύχει το βέλος έβγαινε μια πηχτή ουσία σαν αίμα. Δίπλα στο πλάσμα ήταν πεταμένο ένα τόξο ενώ στην πλάτη του ήταν στερεωμένη μια φαρέτρα γεμάτη βέλη.
Αφήνοντας την έκπληξη της στην άκρη, η Κάιλσαρ πλησίασε το πλάσμα και δίχως να διστάσει, έσκυψε από πάνω του και του πήρε τα βέλη. Το χάλφλινγκ που είχε μείνει πιο πίσω έδειχνε ανήσυχο. Είχε αρχίσει να γρυλίζει και να κλοτσάει με τα πόδια του το έδαφος.
«Τι έπαθες;» το ρώτησε η Κάιλσαρ γυρνώντας προς το μέρος του και εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος ήχος να βγαίνει κάτω από το πλάσμα. Η Κάιλσαρ έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένη και σήκωσε το τόξο της. Αν το πλάσμα ήταν ακόμα ζωντανό έπρεπε να το αποτελειώσει. Μπορεί να είχε την ικανότητα να αυτοθεραπεύεται.
Ξάφνου ένα μικρό δρακάκι εμφανίστηκε κάτω από το βαρύ σώμα του πλάσματος και βγάζοντας μια κραυγή έκανε το γύρω του πτώματος σαν να ήθελε να το προστατέψει. Φαινόταν να είναι μωρό. Το βήμα του ήταν ασταθές και τα φτερά του αδύναμα ακόμα να ανοίξουν. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ο αφέντης του ήταν νεκρός, ξεκίνησε να σκούζει σαν να κλαίει και στράφηκε προς το χάλφλινγκ κοιτώντας το επιθετικά. Μάλλον θα νόμιζε ότι εκείνο τον είχε σκοτώσει. Αμέσως αγρίεψε και το χάλφλινγκ και η Κάιλσαρ βιάστηκε να το πιάσει για να μην επιτεθεί. Φτάνει ο θάνατος του αφεντικού του, δεν χρειαζόταν να βλάψουν κι αυτό. Το δρακάκι άρχισε να τους πλησιάζει προσπαθώντας να ανοίξει τα φτερά του για να φανεί πιο μεγάλο και απειλητικό, όμως σκόνταψε στο χέρι του νεκρού πλάσματος και σωριάστηκε στο έδαφος.
Εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία αυτή, η Κάιλσαρ κρατώντας το χάλφλινγκ απομακρύνθηκαν και χώθηκαν ξανά μέσα στο δάσος. Ήταν σίγουρο ότι αυτό το δρακάκι αργά ή γρήγορα θα πέθαινε από μόνο του, είτε από την πείνα είτε από την επίθεση κάποιου άλλου αρπακτικού ζώου. Τουλάχιστον ας μην πέθαινε από τα χέρια της.
Δεν είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση, όταν μπροστά τους εμφανίστηκε το κουνέλι της Βικτώρια με μήνυμα ότι την χρειάζονταν επειγόντως. Γεμάτη ανησυχία, η Κάιλσαρ άφησε το χάλφλινγκ από τα χέρια της και δίχως δεύτερη σκέψη άρχισε να ακολουθεί το κουνέλι τρέχοντας. Εκείνο εκμεταλλευόμενο την ευκαιρία αντί να την ακολουθήσει, γύρισε από την άλλη και πήγε να βρει το δρακάκι. Του είχε φανεί κάπως αστείος ο τρόπος που περπατούσε και ενώ στην αρχή είχε τρομάξει ότι μπορεί να ήταν κάτι απειλητικό, όταν το είδε πως φώναζε και πόσο μικροκαμωμένο ήταν, πιο πολύ ήθελε να παίξει μαζί του παρά να του κάνει κακό.
Γύρισε λοιπόν στο σημείο που κείτονταν νεκρό το περίεργο ψηλό πλάσμα και εκεί βρήκε το δρακάκι να κάθεται δίπλα του και να κλαψουρίζει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, το πλησίασε από πίσω θέλοντας να το μυρίσει. Ήθελε να βεβαιωθεί αν ήταν φιλικό ή όχι. Ωστόσο την απάντηση αυτή δεν άργησε να του τη δώσει το μικροκαμωμένο πλάσμα. Μόλις αντιλήφθηκε ότι κάτι το πλησίαζε, γύρισε με την μία και επιτέθηκε στα τυφλά. Το χάλφλινγκ το απέφυγε εύκολα και πριν προλάβει να σκεφτεί πώς να αντιδράσει, το δρακάκι επιτέθηκε ξανά και αυτήν την φορά το γράπωσε με το στόμα του από το λαιμό. Το χάλφλινγκ ξαφνιασμένο άρχισε να το κλωτσά για να το διώξει από πάνω του αλλά εκείνο τελικά ήταν πιο δυνατό και ζόρικο απ’ ότι φαινόταν. Ευτυχώς που ήταν ακόμα μωρό και στο στόμα του δεν είχε δόντια, ειδάλλως θα τον είχε ξεσκίσει το λαιμό του χάλφλινγκ. Εκείνο γρύλιζε τσαντισμένο και χτυπούσε με μπουνιές το κεφάλι του πλάσματος. Βλέποντας το όμως ότι δεν καταλάβαινε τίποτα, άρπαξε μια πέτρα από το έδαφος και το χτύπησε με δύναμη, αυτή την φορά στο πρόσωπο. Η αιχμηρή πλευρά της πέτρας, βρήκε το πλάσμα στο μάτι και του το ξερίζωσε τελείως. Βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή πόνου άφησε το λαιμό του θύματός του και το χάλφλινγκ με την ίδια ορμή συνέχισε να το χτυπάει με την πέτρα μέχρι που το δρακάκι σωριάστηκε στο έδαφος νεκρό και με το κεφάλι λιωμένο από τα χτυπήματα.
Το χάλφλινγκ έμεινε να το κοιτάει λαχανιασμένο και ξεθεωμένο από αυτήν την απρόσμενη μάχη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του είχε επιτεθεί. Εκείνο, το μόνο που ήθελε, ήταν να παίξει και, γιατί όχι, να γινόντουσαν και φίλοι. Όμως αυτό το αιμοβόρικο και ύπουλο φτερωτό πλάσμα δεν άξιζε τελικά την φιλία του. Και ότι δεν ήταν φίλος για το χάλφλινγκ, ήταν το φαγητό του. Νιώθοντας την κοιλιά του να γουργουρίζει, πλησίαζε το δρακάκι και δίχως ίχνος συναισθηματισμού, έσκυψε από πάνω του και άρχισε να το τρώει.
«Είστε καλά;» ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησε η Κάιλσαρ μόλις βρέθηκε με τους υπόλοιπους.
Η Μπρουχίλντα καθισμένη σε έναν πεσμένο κορμό δένδρου, γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία και χωρίς να πει τίποτα, της έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού της τον Γουέλορντ που κείτονταν στο έδαφος, σαν άψυχο κουφάρι, και από πάνω του την Βικτωρία που προσπαθούσε να τον γιατρέψει. Ανήσυχη η Κάιλσαρ πλησίασε την φίλη της για να μάθει τι είχε συμβεί. Γονάτισε δίπλα της και αντίκρισε στο πρόσωπό της την ίδια αγωνία που είχε δει και στο πρόσωπο της Μπρουχίλντα.
«Είναι…» ξεκίνησε να της λέει διστάζοντας να συνεχίσει.
«Θα γίνει καλά», της απάντησε κοφτά η Βικτώρια δίχως να την κοιτάζει.
«Τι συνέβη;»
«Κάποιος ήταν κρυμμένος μέσα στα χόρτα και από ένα καλάμι πέταγε κάτι μυτερά πράγματα. Ένα από αυτά βρήκε τον ιερέα στον σβέρκο και από εκείνη την ώρα είναι αναίσθητο», της εξήγησε εν συντομία η Βικτώρια με φωνή που έτρεμε.
«Εγώ προσπάθησα να τον γιατρέψω αλλά δεν με άφησαν», ακούστηκε η φωνή της Σοράγια που καθόταν στο έδαφος, σφιχτοτυλιγμένη με την κάπα της και έπαιζε με τα πολύτιμα βότσαλα της.
«Εσύ το μόνο που έκανες ήταν να του μετακινήσεις ένα σπόνδυλο από την πλάτη. Αν σε αφήναμε λίγο ακόμα, θα τον είχες καταντήσει ένα σακί με κόκαλα», την αποπήρε η Μπρουχίλντα και στην συνέχεια έστρεψε το βλέμμα της στην Κάιλσαρ που είχε σηκωθεί όρθια και είχε πάει να ψάξει για ίχνη ανάμεσα στα χόρτα.
Η Βικτώρια είχε κολλήσει τα χέρια της στο σβέρκο του Γουέλορντ και σιγομουρμούριζε κάποια λόγια, τα οποία στ’ αυτιά της Σοράγια ακούστηκαν σαν λόγια από ξόρκι. Μα πως της είχε διαφύγει η γνώση ότι τα ξωτικά κατείχαν μαγεία; Ξάφνου σταμάτησε να παίζει με τα βότσαλα της και έμεινε να παρακολουθεί την Βικτώρια με προσοχή ενώ ταυτόχρονα με το πανούργο μυαλό της σκεφτόταν με τι τρόπο να αποσπάσει και να κατακτήσει αυτή την μαγεία. Η Βικτώρια είχε χλομιάσει, τα χέρια της έτρεμαν και έμοιαζαν σαν να έχουν γίνει ένα με το δέρμα του ιερέα. Ήταν λες και το πνεύμα της Βικτώρια είχε φύγει από το σώμα της και είχε μπει στο δικό του. Σε μια στιγμή σταμάτησε να μουρμουρίζει, να τρέμει, ακόμα και να αναπνέει. Η Σοράγια παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα ενώ η Μπρουχίλντα είχε σηκωθεί όρθια και πλησίαζε με αργά βήματα, προσπαθώντας να καταλάβει αν ο παιδικός της φίλος και το ξωτικό ζούνε.
Την επόμενη στιγμή, ο Γουέλορντ πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ξαναγεννήθηκε και η Βικτώρια εξαντλημένη έγειρε στο πλάι και έπιασε το κεφάλι της ζαλισμένη. Αναφωνώντας από χαρά, η Μπρουχίλντα έπεσε πάνω στον ιερέα και τον αγκάλιασε ανακουφισμένη.
«Δεν το πιστεύω είσαι ζωντανός!» έλεγε καθώς τον έσφιγγε στην αγκαλιά της. «Νόμιζα ότι πέθανες. Πίστευα ότι σε έχασα για πάντα».
«Αν συνεχίσεις να με σφίγγεις έτσι, μπορεί και να με σκοτώσεις εσύ τελικά», της απάντησε ο Γουέλορντ προσπαθώντας να αναπνεύσει.
«Συγγνώμη, Συγγνώμη! Έχεις δίκιο», αποκρίθηκε η Μπρουχίλντα που από την χαρά της δεν μπορούσε να ελέγξει την δύναμή της και αφού τον άφησε στράφηκε προς το Βικτώρια. «Σε ευχαριστώ πολύ που τον έκανες καλά. Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω τι θα κάναμε».
«Έκανα απλά τον καθήκον μου», απάντησε εκείνη κοκκινίζοντας από ντροπή. «Είναι στην φύση μου να βοηθάω».
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Γουέλορντ. «Μου επιτέθηκε κάποιος;»
«Αυτό προσπαθούμε να βρούμε», του απάντησε η Μπρουχίλντα και αφού σηκώθηκε όρθια, έψαξε με το βλέμμα της την Κάιλσαρ. «Βρήκες τίποτα;» της φώναξε αλλά μάλλον η Κάιλσαρ ήταν αρκετά απασχολημένη για να την ακούσει. «Πάω να δω αν βρήκε τίποτα. Εσείς μείνετε εδώ», είπε στον Γουέλορντ και την Βικτώρια και απομακρύνθηκε.
«Σε ευχαριστώ που με έσωσες», γύρισε ο Γουέλορντ και είπε στην Βικτώρια μόλις τους άφησε η Μπρουχίλντα.
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω», του απάντησε όλο γλύκα εκείνη και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Αηδίες», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Σοράγια και αποφάσισε να πάει μαζί με τις άλλες να ψάξει για ίχνη.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε μέσα από τις φυλλωσιές του δάσους και το χάλφλινγκ, αποχαυνωμένο από το γεύμα του. Κοίταξε αδιάφορα τον ιερέα και το ξωτικό και στην συνέχεια πήγε και άραξε λίγο παραδίπλα.
«Κάτι τον τραυμάτισε στο λαιμό», είπε η Βικτώρια βλέποντας τον λαιμό του να είναι ματωμένος και αμέσως σηκώθηκε να πάει κοντά του.
«Στάσου», της είπε ο Γουέλορντ πιάνοντάς την από το χέρι. «Αρκετά έκανες για σήμερα. Άστο σε μένα αυτό». Πλησίασε το χάλφλινγκ και όπως αυτό είχε κλείσει τα μάτια και ψευτοκοιμόταν, εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο λαιμό του και οι πληγές άρχισαν με μιας να επουλώνονται. Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την Βικτώρια με ένα βλέμμα όλο αποφασιστικότητα. «Ξέρεις τι αποφάσισα;» την ρώτησε πηγαίνοντας προς το μέρος. «Θέλω εκδίκηση».
«Τι πράγμα;» απόρησε η Βικτώρια και ο ενθουσιασμός που έλαμπε στα μάτια της εξαφανίστηκε με μιας.
«Θέλω εκδίκηση. Όποιος μας τραυμάτισε, θέλω να τιμωρηθεί και να πληρώσει». Σχεδόν ούτε ο ίδιος δεν πίστευε τα λόγια που ξεστόμιζε, όμως του έβγαιναν τόσο πηγαία και αυθόρμητα που δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Αυτός που πάντα ήθελε να λύνει τις διαφωνίες του με λόγια και αποστρεφόταν τους φιλοπόλεμους συμπατριώτες του, τώρα ζητούσε εκδίκηση, κανονική.
Η Κάιλσαρ ψάχνοντας μέσα στα χόρτα ανακάλυψε σε κάποια σημεία με χώμα ίχνη από δυο ζευγάρια πόδια, ίδια με αυτά που είχε βρει προηγουμένως. Σίγουρα είχαν βρεθεί σε κάποια απαγορευμένη περιοχή του δάσους. Ίσως αυτοί που τους επιτέθηκαν να ήταν κάποια περίπολος. Το πλάσμα όμως που είχε σκοτώσει δεν έφερε πάνω του κάποιο έμβλημα φυλής, αν εξαιρούσε τα τατουάζ που είχε πάνω στο δέρμα του, όμως και αυτά ήταν τόσο δυσδιάκριτα πάνω στο σκούρο δέρμα που δύσκολα μπορούσε να καταλάβει κάποιος κάτι. Από την άλλη, μπορεί να ήταν κυνηγοί ή πολύ πιο πιθανό να ήταν κλέφτες. Αν όμως ήταν στρατιώτες, σίγουρα θα πήγαιναν να φωνάξουν ενισχύσεις και αν όλοι οι στρατιώτες ήταν σαν το πλάσμα που είχε σκοτώσει τότε την είχαν πολύ άσχημα. Και μόνο η σκέψη αυτή, την έκανε να ανατριχιάσει.
«Καλύτερα να φύγουμε από δω. Η περιοχή είναι γεμάτη επικίνδυνα πλάσματα», γύρισε και είπε στην Μπρουχίλντα και την Σοράγια.
«Και πως το ξέρεις αυτό;» την ρώτησε ειρωνικά η Σοράγια.
«Το ξέρω γιατί έχω σκοτώσει ήδη ένα μέχρι τώρα», της απάντησε η Κάιλσαρ σηκώνοντας το τόξο της.
Η Μπρουχίλντα χαμογέλασε όλο ικανοποίηση βλέποντας την Σοράγια να μαζεύεται και γυρνώντας από την άλλη είδε τον Γουέλορντ και την Βικτώρια να τις πλησιάζουν.
«Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε η Βικτώρια και η Κάιλσαρ έδειξε με το χέρι της τα ίχνη στο έδαφος.
Ο Γουέλορντ έσκυψε από πάνω τους και άρχισε να τα επεξεργάζεται.
«Πρόκειται για ανθρωπόμορφα πλάσματα. Το μέγεθος του πέλματος έχει ανθρώπινες διαστάσεις, όμως οι θέσεις των δακτύλων μαρτυρούν το αντίθετο. Σίγουρα έχουν την ικανότητα να τρέχουν πολύ γρήγορα. Επίσης, από το πόσο έντονα διαγράφονται τα ίχνη τους στο χώμα, θεωρώ ότι πρέπει να είναι και αρκετά μεγαλόσωμα».
«Αν θέλεις, μπορώ να σου δείξω ένα. Στο δρόμο μας είναι και στην κατάσταση που βρίσκεται, σίγουρα δεν μπορεί να πάει κάπου», αποκρίθηκε η Κάιλσαρ και ξεκίνησε να περπατά.
Χωρίς να πει κανείς κάτι άλλο, την ακολούθησαν αμέσως. Το χάλφλινγκ βλέποντάς τους να περνάνε από μπροστά του, σηκώθηκε βαριεστημένα και κοίταξε γύρω μήπως δει το ελάφι που είχε το ξωτικό με τα μεγάλα αυτιά για να ανέβει πάνω του. Ο Γουέλορντ έχοντας φορτωθεί στην πλάτη του το σακίδιο με τις περγαμηνές του περπάταγε πίσω από την Κάιλσαρ έχοντας πλάι του την Βικτώρια, ενώ η Μπρουχίλντα είχε προτιμήσει να μείνει οπισθοφυλακή για να τους προσέχει. Η Σοράγια τους ακολουθούσε περπατώντας ανάμεσα τους, χαμένη στις σκέψεις της. Αν έβρισκε ένα τρόπο να αποκτήσει την μαγεία του ιερέα και του ξωτικού, θα έλυνε τα μάγια που την έδεναν και τότε θα τους έδειχνε ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό, όχι μόνο στο δάσος αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.
Φτάνοντας στο σημείο, η Κάιλσαρ έδειξε στους συνοδοιπόρους της το πλάσμα που είχε σκοτώσει και στην συνέχεια βλέποντας κάτι απομεινάρια από κόκαλα που όπως έδειχναν άνηκαν στο δρακάκι του πλάσματος, γύρισε και αγριοκοίταξε το χάλφλινγκ, το οποίο της ανταπέδωσε ένα αδιάφορο βλέμμα.
Η Μπρουχίλντα είχε μείνει άναυδη βλέποντας το νεκρό πλάσμα. Ήταν κάτι που δεν πίστευε ότι θα το δει στην ζωή της. Στο Βορρά δεν είχαν τέτοια πλάσματα, ή τουλάχιστον δεν γνώριζε αν υπάρχουν. Είχε ακούσει βέβαια ιστορίες για διάφορα περίεργα πλάσματα, όμως νόμιζε ότι όλα αυτά είναι παραμύθια για να τρομάζουν τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι πριν λίγο καιρό, θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν ούτε ξωτικά και τον κορόιδευε τον Γουέλορντ που ήθελε να της μάθει την γλώσσα τους και να που τώρα συναναστρεφόταν με δύο από αυτά.
Η Σοράγια από την άλλη, γεμάτη περιέργεια και με την σιγουριά ότι το τέρας είναι ολωσδιόλου νεκρό, πλησίασε προς το μέρος του και αφού κοίταξε φευγαλέα τα τατουάζ πάνω στο δέρμα του, η προσοχή της μαγνητίστηκε από τους μυτερούς του χαυλιόδοντες. Του χάιδεψε απαλά και σχεδόν αναρίγησε νιώθοντας την λεία επιφάνεια τους στην παλάμη τους. Κοντά στο πλάσμα είχε πάει και το χάλφλινγκ το οποίο μύρισε το πτώμα περιμετρικά.
«Καλύτερα να μην το πλησιάζουμε», ακούστηκε η φωνή της Βικτώρια. «Μπορεί να κουβαλάει την αρρώστια».
«Πολύ καλά», συμφώνησε η Σοράγια και κλώτσησε με δύναμη έναν από του χαυλιόδοντες, σπάζοντάς τον στην μέση. «Κρίμα είναι να αφήσουμε ένα τόσο όμορφο δόντι να πάει χαμένο», αποκρίθηκε και μαζεύοντας το κομμάτι από το έδαφος επέστρεψε κοντά στους άλλους.
Παίρνοντας παράδειγμα από την Σοράγια, το χάλφλινγκ άρχισε να δαγκώνει το χέρι του πλάσματος και δεν σταμάτησε μέχρι που το έκοψε. Στην συνέχεια, κρατώντας το περήφανα στο στόμα του απομακρύνθηκε από κοντά του. Το χέρι αυτό θα ήταν από δω και πέρα το νέο του κατοικίδιο.
«Καλύτερα να συνεχίσουμε», είπε στο τέλος η Μπρουχίλντα. «Αρκετά θαυμάσαμε και λεηλατήσαμε ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Έχουμε μια αποστολή να φέρουμε εις πέρας». Η Κάιλσαρ και η Βικτώρια συμφωνώντας μαζί της ξεκίνησαν την πορεία τους. Η Μπρουχίλντα θέλοντας να προσέχει τα νώτα τους περίμενε να ξεκινήσουν όλοι και στο τέλος εκείνη, όμως βλέποντας τον Γουέλορντ να μένει ακίνητος στην θέση του, απόρησε. «Γουέλορντ είσαι καλά; Γιατί δεν προχωράς;» τον ρώτησε πηγαίνοντας προς το μέρος του.
«Θα ήθελα να πω πρώτα μια προσευχή γι’ αυτό το πλάσμα», της απάντησε εκείνος και αφήνοντας το σακίδιό του στο έδαφος, χαμήλωσε το κεφάλι και άρχισε να προσεύχεται.
Γιατί να θέλει να πει προσευχή για ένα νεκρό τέρας; αναρωτήθηκε παραξενεμένη η Κάιλσαρ και στην συνέχεια κοίταξε την φίλη του. Το βλέμμα της Βικτώρια ήταν καρφωμένο στον Γουέλορντ και έδειχνε μια έντονη ανησυχία. Ήταν ξεκάθαρο ότι η Βικτώρια είχε αρχίσει να έχει συναισθήματα γι’ αυτόν τον άνδρα, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Η Κάιλσαρ το έβλεπε καθαρά ότι την φίλη της την απασχολούσε και κάτι άλλο. Άραγε, καθώς τον γιάτρευε, να είχε μπει στο μυαλό του και να είχε ανακαλύψει κάτι που δεν θα έπρεπε;
«Φέρετε κάπως περίεργα ο ιερέας, από την στιγμή που τον γιάτρεψες ή είναι ιδέα μου;» την ρώτησε στο τέλος.
«Τι να σου πω δεν ξέρω», την απέφυγε η Βικτώρια και βλέποντας τον Γουέλορντ να έχει τελειώσει με την προσευχή του, γύρισε από την άλλη και συνέχισε τον δρόμο της. Ούτε και η ίδια ήξερε τι συνέβαινε. Ο Γουέλορντ δεν της είχε φανεί για εκδικητικός χαρακτήρας. Το αντίθετο μάλιστα. Η πραότητα και η ευγένεια του την είχαν μαγνητίσει από την πρώτη στιγμή, όμως αυτό που της είχε πει νωρίτερα την είχε βάλει σε σκέψεις.
Για αρκετή ώρα προχωρούσαν μέσα στο δάσος, με τον Γουέλορντ να διαβάζει με προσοχή τον χάρτη του ταξιδιού τους και την Κάιλσαρ πάντα μπροστά να ανοίγει δρόμο και να ανιχνεύει για πιθανούς κινδύνους. Δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου, πέρα από το χάλφλινγκ που μύριζε το έδαφος σαν λαγωνικό και κατά διαστήματα μούγκριζε νομίζοντας ότι έχει βρει κάτι ενδιαφέρον. Σε μια στιγμή η Μπρουχίλντα είχε βρεθεί δίπλα στον Γουέλορντ και γεμάτη περιέργεια τον ρώτησε τι ήταν όλα αυτά προηγουμένως με την προσευχή. Εκείνο το τέρας μπορούσε να τους είχε σκοτώσει. Ίσως να ήταν αυτό που της είχε καρφώσει το βέλος στο στομάχι. Με ποια λογική θέλησε να προσευχηθεί γι’ αυτό.
«Είμαι ιερέας, Μπρουχίλντα. Το πώς πράττω είναι κάτι που δεν σε αφορά», της απάντησε απότομα εκείνος και ξεμάκρυνε βιαστικά.
Ακούγοντας την κουβέντα τους η Κάιλσαρ, όλο και πιο πολύ βεβαιωνόταν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε με τον ιερέα. Ίσως αυτό που τον είχε χτυπήσει να είχε κάποια επίδραση πάνω του. Ότι κι αν ήταν, θα τον είχε από κοντά και θα τον παρακολουθούσε. Αν κάτι κακό είχε καταλάβει το μυαλό του ιερέα, έπρεπε να το προλάβει πριν να είναι πολύ αργά.
Είχε αρχίσει να βασιλεύει ο ήλιος, όταν μέσα στο δάσος βρήκαν κάποια περίεργα τοτέμ. Έδειχναν παλιά και ταλαιπωρημένα, μερικά ήταν κατεστραμμένα, άλλα ήταν τυλιγμένα με ιστούς από αράχνες ενώ σε κάποια άλλα οι φιγούρες που ήταν σκαλισμένες πάνω τους είχαν αλλοιωθεί και δύσκολα καταλάβαινε κάποιος τι απεικόνιζαν. Κοντοστάθηκαν για λίγο και η Κάιλσαρ βάλθηκε να ψάξει το μέρος για να δει αν είναι ασφαλή, ο Γουέλορντ πλησίασε μερικά από τα τοτέμ για να τα μελετήσει ενώ οι υπόλοιπο κάθισαν να ξαποστάσουν.
«Είμαστε εντάξει», είπε η Κάιλσαρ γυρνώντας πίσω. «Δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος», απάντησε με βεβαιότητα. Μάλλον επειδή δεν είχε δει τους κρεμασμένους σκελετούς, που είχε δει το χάλφλινγκ πριν λίγο, να κρέμονται από κάτι κλαδιά.
«Εσύ, Γουέλορντ ανακάλυψες τίποτα; Τι είναι αυτές οι σκαλιστές κολόνες;» του φώναξε η Μπρουχίλντα.
«Δεν είναι κολόνες», της απάντησε ο ιερέας με μια ελαφριά ανησυχία στην φωνή του. «Πρόκειται για τελετουργικά τοτέμ Τρολς. Φαίνεται όμως να είναι πολύ παλιά και δεν γνωρίζω αν είναι εγκαταλελειμμένα ή χρησιμοποιούνται ακόμα».
«Δεν χρειάζεται να το ανακαλύψουμε κιόλας», είπε η Σοράγια γελώντας αμήχανα και σηκώθηκε όρθια. «Προτείνω να απομακρυνθούμε όσο είναι καιρός. Σε λίγο νυχτώνει και πρέπει να βρούμε ένα ασφαλές μέρος να διανυκτερεύσουμε».
«Είπε και κάτι σωστό», μουρμούρισε η Μπρουχίλντα καθώς ξεκινούσαν πάλι την πορεία τους.
Δεν είχαν προχωρήσει πολύ όταν άρχισαν να ακούν ήχο από τύμπανα. Πάγωσαν όλοι και προσπάθησαν να καταλάβουν από πού ερχόταν ο ήχος. Μόνο η Σοράγια έδειξε να μην την νοιάζει. Κατά βάθος χάρηκε. Ο ήχος των τυμπάνων σήμαινε πολιτισμός και πολιτισμός σήμαινε πόλη ή έστω χωριό. Επιτέλους, είχε φτάσει η ώρα να το σκάσει. Ακόμα και να μην έκλεβε την μαγεία του ξωτικού, είχε πάντα κρυμμένο μέσα στην κάπα της το ημερολόγιο του ιερέα. Αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους άρχισε να προχωρά μπροστά ακολουθώντας τον ήχο. Ο Γουέλορντ την πλησίασε βιαστικά και την σταμάτησε.
«Τρελάθηκες; Που πας; Μπορεί να είναι επικίνδυνα;» της είπε αυστηρά.
«Ναι, σιγά…» τον ειρωνεύτηκε εκείνη και την επόμενη στιγμή είδε την Κάιλσαρ και την Μπρουχίλντα να πιάνουν στα χέρια τους τα όπλα τους.
«Δεν μπορώ να σε αφήσω να πάθεις κακό. Είμαστε μια ομάδα», της απάντησε ο Γουέλορντ και αμέσως η Σοράγια με την άκρη του ματιού της είδε την Βικτώρια να χαμηλώνει το κεφάλι. Απ’ ότι φαίνεται είχε πειραχτεί που ο ιερέας νοιαζόταν για κάποια άλλη και η Σοράγια μέσα της άρχισε να το διασκεδάζει.
Θέλοντας να δει αν ο ιερέας θα συνέχιζε να την νοιάζεται τόσο πολύ, χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο στον ιερέα και την επόμενη στιγμή άρχισε να τρέχει προς την μεριά που ακουγόταν ο ήχος των τυμπάνων.
«Έλα να με σταματήσεις Γουέλορντ», του φώναξε περιπαιχτικά και πριν να τελειώσει την φράση της, ένα ακόντιο πετάχτηκε από κάπου και την κάρφωσε στο πόδι. Βγάζοντας μια κραυγή πόνο, η Σοράγια σωριάστηκε στο έδαφος.
«Από πού ξεφύτρωσε αυτό το ακόντιο», αναφώνησε έντρομη η Μπρουχίλντα.
«Δεν έχω ιδέα», της απάντησε ταραγμένη η Κάιλσαρ.
«Από κει ήρθε», φώναξε η Βικτώρια δείχνοντας κάτι ψηλούς θάμνους.
Λες και είχε λάβει κάποια εντολή, το χάλφλινγκ ξεχύθηκε σαν αγρίμι μπροστά και βλέποντας ένα πλάσμα να ξεπροβάλει μέσα από τους θάμνους, όρμησε κατά πάνω του και το γράπωσε από το πόδι. Εκείνο εξαγριωμένο κλώτσαγε το χάλφλινγκ για να το διώξει από πάνω του. Η Σοράγια βρισκόταν σχεδόν μπροστά του, όμως με το ακόντιο καρφωμένο στο πόδι της δεν μπορούσε να απομακρυνθεί. Ήταν σίγουρο πως μόλις αυτό το τέρας ελευθερωνόταν θα όρμαγε πάνω της να την κατασπαράξει. Ο Γουέλορντ έτρεξε κοντά της για να την βοηθήσει. Όμως η Σοράγια φάνηκε να μην θέλει την βοήθεια του. Έβγαλε μέσα από την κάπα της ένα μικρό βέλος και του το έδωσε.
«Είναι σαν κι αυτό που σε τσίμπησε και σε έριξε αναίσθητο. Το βρήκα καρφωμένο στον κορμό ενός δένδρου. Πάρε το και σώσε το χάλφλινγκ», του είπε και τον σκούντηξε να φύγει από κοντά της.
Ο Γουέλορντ δίχως δεύτερη σκέψη, όρμησε πάνω στο τέρας και όσο η προσοχή του ήταν στραμμένη στο χάλφλινγκ, εκείνος του κάρφωσε το βέλος στο λαιμό και την επόμενη στιγμή το τέρας έπεσε στο έδαφος αναίσθητο. Αμέσως η Μπρουχίλντα έτρεξε προς το μέρος του και με το σπαθί της του έκοψε τον λαιμό για σιγουριά.
«Έρχονται άλλα δύο», τους φώναξε η Κάιλσαρ και τέντωσε το τόξο της.
Η Σοράγια έχοντας τρομοκρατηθεί, προσπαθούσε να βγάλει το ακόντιο από το πόδι της, όμως σε κάθε προσπάθεια ο πόνος γινόταν όλο και πιο αφόρητος. Τουλάχιστον ήξερε ότι με αυτή την έξυπνη κίνηση να δώσει το βελάκι στον ιερέα, είχε εξασφαλίσει την θεραπεία της, μόλις θα τέλειωνε η μάχη.
Τα άλλα δύο τέρατα είχαν πλησιάσει απειλητικά και φαίνονταν εξαγριωμένα. Δεν θα άφηναν να περάσει έτσι ο θάνατος του συντρόφου τους. Το χάλφλινγκ εξαγριωμένο και αυτό, άφησε το πόδι του νεκρού τέρατος και όρμησε στο επόμενο που είδε μπροστά του δαγκώνοντάς το στα γεννητικά όργανα. Εκείνο ουρλιάζοντας από τον πόνο κούναγε τα χέρια του προσπαθώντας να διώξει το μικρό αρπακτικό που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του.
Πανικόβλητη η Βικτώρια βλέποντας το τέρας να είναι πολύ κοντά στον Γουέλορντ, θέλησε να τον προστατέψει. Έβγαλε από την ζώνη της το στιλέτο του πατέρας της και, παρόλο που είχε πει να μην το χρησιμοποιήσει ποτέ για μάχη, αθέτησε την υπόσχεση της καρφώνοντάς το με δύναμη στο μάτι του τέρατος.
«Ωραίο σημάδι;» της είπε η Κάιλσαρ κοιτώντας την έκπληκτη και η Βικτώρια της χαμογέλασε το ίδιο έκπληκτη με την ευστοχία της.
Η Μπρουχίλντα όρμησε σαν ατρόμητος Βίκινγκς που ήταν, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το τσεκούρι της. Όμως το πλάσμα είχε την τύχη ή την αντίληψη να την αποφύγει και το τσεκούρι βρήκε την πλάτη του Χάλφλινγκ. Εκείνο έπεσε στο έδαφος βογκώντας από τον πόνο και η Μπρουχίλντα σάστισε με τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε αστοχήσει τόσο πολύ. Η Κάιλσαρ προσπάθησε να επιτεθεί εκσφενδονίζοντας ένα από τα βέλη της, όμως το τέρας το απόφυγε και αυτό. Έπειτα έβγαλε το στιλέτο από το μάτι του και προς έκπληξη όλων η πληγή άρχισε να επουλώνεται από μόνη της. Είχε κλείσει και τα δυο του μάτια και αίμα που κυλούσε στο πρόσωπό του επέστρεφε στην κόγχη του ματιού. Αρπάζοντας την ευκαιρία η Μπρουχίλντα, επιτέθηκε ξανά και αυτή την φορά το τσεκούρι της βρήκε στόχο το κεφάλι του τέρατος και το έκοψε τελείως.
Αίμα πετάχτηκε παντού και ένα ακέφαλο σώμα έπεσε με βαρύ γδούπο στο έδαφος. Η Μπρουχίλντα λαχανιασμένη και πασαλειμμένη με πηχτό αίμα είχε μένει με το τσεκούρι ακόμα όρθιο, έτοιμο να επιτεθεί ξανά. Η Βικτώρια έτρεξε κοντά στον Γουέλορντ θέλοντας να βεβαιωθεί ότι είναι καλά ενώ η Σοράγια, παρόλο τον πόνο, είχε καταφέρει να βγάλει το ακόντιο από το πόδι της.
Λίγα μέτρα μπροστά τους στεκόταν το δεύτερο τέρας, το οποίο έδειχνε να έχει σαστίσει με την απρόσμενη αγριότητα αυτής της μικρή ομάδας. Βλέποντάς τους δυο συντρόφους του να κείτονται νεκροί, ο θυμός μέσα του φούντωσε, οι σύντροφοι του ζητούσαν εκδίκηση. Αν και εμφανισιακά πιο αδύναμος από τους άλλους δύο, έβγαλε μια αγριεμένη κραυγή και άρχισε να τρέχει όλο λύσσα προς το μέρος της Μπρουχίλντα. Την ίδια στιγμή η Σοράγια θέλοντας να δείξει ότι και εκείνη μπορούσε να επιτεθεί, σήκωσε το ακόντιο με ότι δύναμη είχε και το πέταξε προς το μέρος του. Όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να προσγειώσει το ακόντιο μπροστά στα πόδια του τέρατος. Παραδόξως αυτό βοήθησε αρκετά. Το τέρας σκύβοντας να δει τι του είχαν πετάξει στα πόδια έδωσε την ευκαιρία στην Μπρουχίλντα να επιτεθεί με το τσεκούρι της και να του κόψει το κεφάλι. Αμέσως μετά το τσεκούρι έφυγε από τα χέρια της και εκείνη αποκαμωμένη γονάτισε στο έδαφος. Ο Γουέλορντ έτρεξε κοντά της να δει αν είναι καλά και η Βικτώρια πήγε κοντά στο χάλφλινγκ να του γιατρέψει την πληγή.
«Δεν ήθελα να το πληγώσω», μουρμούρισε η Μπρουχίλντα έτοιμη να κλάψει. «Δεν ήθελα να χτυπήσω αυτό».
«Ηρέμισε. Δεν πειράζει», προσπάθησε να την παρηγορήσει ο Γουέλορντ παίρνοντας την στην αγκαλιά του. «Θα το κάνει καλά η Βικτώρια».
«Από πού ήρθαν αυτά τα τέρατα», ρώτησε η Σοράγια κοιτώντας τα πτώματα με σιχασιά.
«Μάλλον από εκείνα εκεί τα τείχη», αποκρίθηκε σαστισμένη η Κάιλσαρ δείχνοντας στο βάθος, ευθεία μπροστά κάτι θεόρατα τείχη που ξεπρόβαλλαν στο τελευταίο φως του ήλιου. Και πίσω από αυτά φαινόταν κάτι αρκετά πιο μεγάλο και επιβλητικό. Σαν γιγάντια πυραμίδα έμοιαζε, στην κορυφή της οποίας έκαιγε μια μεγαλόπρεπη φωτιά. «Εκεί λέει ο χάρτης ότι πρέπει να πάμε», είπε με τρόμο και έσφιξε το τόξο της.
Συνεχίζεται